"We don't see things as they are, we see them as we are" Anais Nin

La Ivolution

a waste land - a world of broken images

Latest

Την κραυγή της Γκουέρνικα δεν την ακούει κανείς

Guernica, a painting by Pablo Picasso - 1937

ένα κείμενο του Κωνσταντίνου Αν. Θέμελη

Γκερνίκα* – 75 χρόνια μετά την καταστροφή της

Η Καστίλλη, η Καταλανία, η Γαλικία και η Ναβάρα, είναι οι τέσσερις μεγάλες κοινότητες οι οποίες αποτελούν την Ισπανία. Η Ναβάρα, είναι η χώρα των Βάσκων, και η Γκουέρνικα η ιερή τους πόλη – το σύμβολο των αγώνων για την αυτονομία τους. Κάτω απ΄το ιερό δέντρο της Γκουέρνικα, οι βασιλιάδες της Ισπανίας ορκίζονται κάθε φορά να σέβονται τις fuerross – τις ελευθερίες των βασκικών περιοχών. Η Γκουέρνικα δεν είναι συγκοινωνιακός κόμβος, ούτε βιομηχανικό κέντρο. Δεν είναι ούτε σημείο συγκέντρωσης στρατευμάτων.

Έχει 7000 κατοίκουςπου είναι όλοι τους άμαχος πληθυσμός. Σήμερα είναι 27 Απριλίου 1937. Είναι μια ανοιξιάτικη Δευτέρα. Και η πόλη έχει πανηγύρι.

Ο εμφύλιος πόλεμος έχει αρχίσει εδώ και εννιά μήνες στην Ισπανία αλλά τα μέτωπά του είναι μακριά. Στην Αραγώνα και στη Μαδρίτη – ενώ στις 13 Φεβρουαρίου οι φασίστες του Φράνκο έχουνε μπει στη Μάλαγα. Όλα είναι λαμπερά στην Γκουέρνικα – είναι μεσημέρι. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί αυτό που πρόκειται να συμβεί σε λίγες ώρες.

Ένα αρρωστημένο μυαλό

“Οι Κόνδορες είναι το καινούργιο βομβαρδιστικό μα. Στη διάθεσή μας. Είναι έτοιμα να κάνουν την πρώτη τους δοκιμή. Όπου αποφασίσετε εσείς”, είπανε οι φασίστες του Χίτλερ στο δικτάτορα της Ισπανίας.

Όμως κανένας κάτοικος της Γκουέρνικα αυτή τη γιορτινή μέρα δεν φαντάστηκε ότι η πόλη τους ήταν η πρώτη που ήρθε για δοκιμή στο αρρωστημένο του μυαλό.

“Στην Γκουέρνικα”, είπε “εκεί δεν υπάρχει κανένας στρατιωτικός στόχος. Βρίσκονται μόνο άμαχοι και είναι σε κατάσταση γιορτής. Έτσι, θα τσακίσω το ηθικό των Βάσκων που θέλουν αυτονομία”.

Το τι συνέβη εκείνη τη Δευτέρα στην Γκουέρνικα έγινε γνωστό στην παγκόσμια κοινή γνώμη χάρη στην παρουσία δύο δημοσιογράφων. Του ανταποκριτή των “Times” του Λονδίνου και του συναδέλφου του, της παρισινής εφημερίδας “Ce Soir”. Στο φύλλο της 29ης Απριλίου των “Times” και της 30ης της “Ce Soir” περιγράφουν και οι δύο τη φρίκη εκείνης της καταστροφής η οποία υπήρξε ο πρώτος βομβαρδισμός άμαχου πληθυσμού στην Ιστορία.

Στα τέλη του Απρίλη, η άνοιξη έχει κατακτήσει την ψυχή των ανθρώπων, έχει επιβάλει το δικό της ρυθμό στο αίμα τους. Ο ήλιος επιβραδύνει την αποχώρησή τουκαι στις πέντε παρά είκοσι, το απόγευμα, είναι αρκετά ψηλά. Σηκώνεις το κεφάλι σου να απολαύσεις το γαλάζιο του ουρανού μέσα στους ήχους της γιορτής.

Τότε ήταν που φάνηκε το πρώτο βομβαρδιστικό. Άφησε τις βόμβες του και έφυγε αμέσως. Πριν προλάβουν να συνέλθουν οι άνθρωποι από τον αιφνιδιασμό – δέκα λεπτά αργότερα –  έξι Junker 52 χτύπησαν το κέντρο της πόλης. Πανικόβλητοι οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν στα υπόγεια, τα πρόχειρα καταφύγια και το βουνό. Αυτούς τους τελευταίους τους ανέλαβαν τα πολυβόλα τους.

Όταν, επιτέλους, τα αεροπλάνα έφυγαν, οι επιζώντες άρχισαν να αναζητούν τραυματίες για να τους προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες.

Αλλά τα αεροπλάνα επέστρεψαν για τρίτη φορά, ρίχνοντας εμπρηστικές βόμβες τώρα.

Έξι παρά είκοσι – μια ώρα μετά: η σιωπή σκεπάζει την Γκουέρνικα. Οι άνθρωποι χωρίς να βγάζουν λέξη, βουβοί μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής μοχθούν να περισώσουν ζωές.

Αλλά στα αυτιά του αρρωστημένου μυαλού δεν φτάνει ακόμη η σιωπή που αυτός θα ήθελε να καλύψει την Γκουέρνικα – η σιωπή του νεκροταφείου. Γι’ αυτό και τα βομβαρδιστικά επιστρέφουν.

Η απελπισία είναι τέτοια που κανείς δεν φροντίζει να προφυλαχθεί. Η πόλη καίγεται αλλά τη φωτιά κανείς δεν μπορεί να τη σβήσει – το δίκτυο του νερού έχει διακοπεί. Άλλωστε τα βομβαρδιστικά θα ξανάρθουν. Για πέμπτη φορά μέσα σε τρεις ώρες. Έχει αρχίσει να νυχτώνει και η πόλη που έλαμπε το μεσημέρι, δεν φαίνεται πια στον χάρτη.

Πάνω σ’ αυτόν το χάρτηείανι που κοιτάζει τώρα ένας ζωγράφος στο Παρίσι, και δεν τη βρίσκει. Μόνο ακούει μια ιδιαίτερη σιωπή, που θα του τρυπήσει τα σπλάχνα και λίγες μέρες αργότερα θα βγάλει μια κραυγή.

Ένας ζωγράφος σε κατάσταση αναμονής

Η Διεθνής Ένωση Ζωγραφικής του Παρισιού θα άνοιγε στο τέλος εκείνης της άνοιξης του 1937. Τον Ιανουάριο, η κυβέρνηση του Φράνκο ανέθεσε στον Πικάσο να ζωγραφίσει έναν πίνακα, ο οποίος θα αποτελούσε τη συμμετοχή της Ισπανίας στην έκθεση.

Ο Πικάσο δέχτηκε. Άρπαξε την ευκαιρία, παρ’ όλο που περνούσε μια ταραγμένη περίοδο της ζωής του. Ήταν 56 χρονών, είχε χωρίσει με τη γυναίκα του, Όλγα Κόκλοβα το 1935, ενώ είχε γεννηθεί η κόρη του Μάγια από το δεσμό του με τη Μαρία Τερέζα Βαλτέρ.

Στη ζωγραφική του, τα τέσσερα τελευταία χρόνια επεξεργάζεται την ιδέα του Μινώταυρου, τον οποίο τον τοποθετεί μέσα στο πλαίσιο μιας μεσογειακής μυθολογίας που θέλει να δημιουργήσει. Μινώταυρος θα είναι ο ίδιος ο Πικάσο.

Ωστόσο δέχτηκε.

Βρήκε το θέμα και τον τίτλο: “Όνειρο και ψεύδος του Φράνκο” και στις 8 Ιανουαρίου έφτιαξε μια σειρά από χαρακτικά που περιγράφουν μια ιστορία. Κεντρική μορφή τους ο Ταύρος. Την ίδια μέρα άρχισε και μια άλλη σειρά από χαρακτικά κάνοντας το πρώτο απ’ αυτά. Την άλλη μέρα έφτιαξε άλλα δύο.

Έπειτα σταμάτησε. Πέρασε ο Ιανουάριος, ο Φεβρουάριος επίσης. Το Μάρτιο και σχεδόν ολόκληρο τον Απρίλιο, ο Πικάσο δεν ξανάπιασε σχεδόν το έργο που του είχανε παραγγείλει. Λε και κάτι περίμενε.

Κι εκείνο ήρθε μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας “Ce Soir”, στις 30 Απριλίου. Κοίταξε στο χάρτη της πατρίδας του και δεν είδε την Γκουέρνικα.

Κι έβγαλε μια κραυγή.

Την πρώτη Μαίου άρχισε να κάνει τις πρώτες σπουδές πάνω στο καινούργιο του θέμα, τα πρώτα σχέδια. Η συμμετοχή της Ισπανίας στη Διεθνή Έκθεση θα ήταν αυτή: ένας μποξέρ με ολοκαίνουργια γάντια χτυπάει ένα παιδί.

“Όταν τα πράγματα φτάνουν ως εδώ, τα καλλιτεχνικά κίνητρα που χρειάζομαι για να ζωγραφίσω μπορούν να περιμένουν. Προέχει η ηθική”.

Το βαθύ τραγούδι του Πικάσο

Συνέχισε τις σπουδές του θέματός του ολόκληρο το πρώτο δεκαήμερο. Στη σπουδή 15, που έγινε στις 9 Μαίου, φαίνεται πως είχε τοποθετήσει ήδη τα δύο ζώα, τον ταύρο και το άλογο ως κεντρικά στην αναπαράσταση που ετοιμάζει. Τα δύο αυτά ζώα – που είναι τα πιο οικεία στην Ισπανία – και η μεταξύ τους σχέση θα παραμείνουν παρ’ όλα όσα θα αλλάξουν στη πορεία.

Από τις σπουδές του πέρασε σ’ ένα τεράστιο σχέδιο φτιαγμένο με πινέλο. Στις φωτογραφίες που έβγαλε η Ντόρα Μάαρ στη διάρκεια της δουλειάς του ως εκείνη τη στιγμή, μπορεί να δει κανείς πως ο Πικάσο σκόπευε να περιλάβει στη σύνθεση του πίνακα μια υψωμένη γροθιά. Αργότερα την αφαίρεσε. Στο τελικό έργο δεν υπάρχει.

Κι έτσι, χωρίς την άδεια της κυβέρνησης μέσα του, ο πίνακας ενσάρκωσε αυτό που βγήκε από τα σπλάχνα του Πικάσο όταν είδε τον μποξέρ να χτυπάει ένα παιδί: την κραυγή του.

Κοιτάξτε τη γιγάντια τοιχογραφία. Η κραυγή βγαίνει απ’ όλες τις μορφές της. Εκτός από τον Ταύρο.

Είναι η ίδια κραυγή που βγαίνει με τους ήχους του Cante Jondo που είναι το βαθύ χαμόγελο της Ανδαλουσάς. Ο Πικάσο ήταν Ανδαλουσιανός, γεννήθηκε στη Μάλαγα. Όλες οι μορφές θρηνούν μέσα στην απελπισία. Μόνο ο Ταύρος, παγερός, αποστρέφει το πρόσωπο του απ’ αυτές. Κοιτάζει έξω από τον πίνακα. Εκεί που βρίσκονται τα αεροπλάνα.

Η κραυγή βγαίνει απ’ όλες τις μορφές της, και λέει: “Στερείστε Ηθικής”.

Απευθύνεται σε όλους όσοι είναι έξω από την τοιχογραφία. Δηλαδή σε εμάς.

κείμενο του Κωνσταντίνου Αν. Θέμελη

* Στην Εουσκέρα, τη γλώσσα των Βάσκων, η προφορά της λέξης Γκουέρνικα είναι “Γκερνίκα”.

Transformations

"τα όρια του ερωτικού συγκλονισμού με τον υπαρξιακό τρόμο, είναι συγκεχυμένα..."

κείμενο: Υ.Κ.

Η φωτογραφία που κοτάζω έχει αποσπαστεί βίαια απο μια ενότητα της Θυσίας του Ταρκόφσκι και εκτυπώθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Ποζιτίφ, αρ. 304/1986.

Θα την ονόμαζα “κρίση της Αντελαίντε”. Φαίνεται να έχει ληφθεί από απόσταση μεσαίου πλάνου (στη ταινία αποτελεί ένα πλάνο αμερικαίν). Η γυναίκα είναι μια άλλη μορφή της αγγλίδας ηθοποιού Σούζαν Φλήτγουντ. Ο άντρας είναι μια μεταμφίεση του Σουηδού ηθοποιού Σβάν Φόλτερ. Αμφιβάλλω αν τους ανήκει το πραγματικό τους όνομα, γιατί στη φωτογραφία είναι η Αντελαίντε και ο Βίκτορ. Ο απληροφόρητος αναγνώστης αγνοεί ακόμη κι αυτά τα συμπτωματικά τους ονόματα. Θα τους αποκαλούσα “ο άντρας” και “η γυναίκα”.  Αμφιβάλλω ακόμη αν είναι ηθοποιοί, γιατί έχουν φανερά απομονωθεί  απ’ τη δομή και τη λειτουργία των ρόλων τους.

Ο Βίκτορ και η Αντελαίντε βρίσκονται στο χώρο ενός αστικού σπιτιού. Το παρκεταρισμένο πάτωμα, μια καρέκλα με σκαλιστά πόδια, ένα άλλο έπιπλο στο βάθος, αποτελούν δείχτες αυτού του χώρου.

Είναι καθισμένοι στο πάτωμα. Δεν ξέρουμε για ποιό λόγο. Τους βλέπουμε για πρώτη, μοναδική κι ανεξέλεχτη φορά. Ξέρουμε ότι φωτογραφήθηκαν ζωντανοί.. Στο ορθογώνιο όμως πλαίσιο της φωτογραφίας είναι νεκροί. Ο θάνατος είναι μια σημασία που συνδηλώνει κάθε φωτογραφία. Ακριβώς γιατί είναι οριστική και αμετάκλητη.

Η Αντελαίντε βρίσκεται στην αγκαλιά του Βίκτορ. Σε μια στάση του σώματος που δεν είναι απλώς ασυνήθιστη, αλλά οριακή και ανέλεγκτη. Σημαίνει την απελπισία του υλικού σώματος της Αντελαίντε. Ίσως να επιχειρεί μάταια να επικοινωνήσει και με την τρομαγμένη ψυχή της. Η σημασία του τραγικού απορρέει όχ απ’ τις ορατές αυτές καταδηλώσεις, αλλά από την απουσία κάποιων άλλων ηχητικών καταδηλώσεων. Δεν ακούμε ούτε την ομιλία των σωμάτων, ούτε την ομιλία των φωνών και των ψιθύρων. Τι εκφέρει απεγνωσμένα η Αντελαίντε, και τι συνεκφέρει παρηγορητικά ο Βίκτορ; Ποιά σημεια με εξουσιοδοτούν να χρησιμοποιήσω αυτά τα επιρρήματα τρόπου; Μήπως έτσι συμπληρώνω εγώ αυθαίρετα την εικόνα, εξωθώντας την προς το σύμβολο; Διαβλέπω έναν τέτοιο κίνδυνο.

Ερευνώντας, αντιλαμβάνομαι ότι η φωτογραφία μπορεί να μετατραπεί απο εικονικό σε συμβολικό σημείο. Κυρίως γιατί έχει αποσπαστεί απ’ το φιλμικό κείμενο του Ταρκόφσκι, είναι ακίνητη και σιωπηλή (όχ βουβή). Δεν αντέχω στον πειρασμό να την επανεντάξω σε αυτό, τουλάχιστον στην ενότητα που ονόμασα “κρίση της Αντελαίντε”. Έτσι θα αναφερθώ στον ευρύ χώρο του δωματίου, όπου βηματίζουν, κάθονται ή κοιτάζον οι υπόλοιποι, ο Αλεξάντερ, η Τζούλια, ο Όττο, η Μάρτα. Θα ακούσω τον ανέμο να μπαίνει σηκώνοντας τις κουρτίνες. Θα συγκεντρώσω τα βλέμματα που ταξιδεύουν στον έξω φιλμικό χώρο ή κοιτούν αφηρημένα πάνω στην Αντελαίντε και τον Βίκτορ. Θα ακούσω τον ταραγμένο, θρυμματισμένο λόγο της πρώτης. Το βραχνό κλάμα της . Τη θανάσιμη απορία της:  “Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι;”, “Θεέ μου”, “Εγώ φταίω για όλα, είναι η τιμωρία μου”, “Δεν το αντέχω άλλο”. Μόλις συλλαμβάνω τα λόγια του Βίκτορ που τα αφήνει μαλακά στο αυτί της Αντελαίντε, στην ατμόσφαιρα. Βλέπω την κίνηση που έχε αδρανήσει. Έτσι όμως, συμπληρώνω τη φωτογραφία με εξειδικευμένα στοιχεία, στα οποία δεν ανήκει πια ως σημαίνον. Την εξηγώ με την απώλειά της. Γιατί τη χάνω τελικά μέσα στο χρόνο του μικροσυστήματος το οποίο αποτελεί η ενότητα “κρίση της Αντελαίντε”, στην ταινία του Ταρκόφσκι “Θυσία”.

Η στάση των σωμάτων, τα ξέσκεπα πόδια της Αντελαίντε, η ένταση που έχει επικαθήσει στα επιμέρους σημεία σαν συνδετική ύλη τους, μπορούν να γεννήσουν μια σημασία ερωτικού πάθους. Τα όρια του ερωτικού συγκλονισμού με τον υπαρξιακό τρόμο, είναι συγκεχυμένα, σ’ αυτό το σημαντικό πεδίο. Η φωτογραφία αυτή μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα, το οποίο τελικά δεν θα ήταν αληθινό, ούτε ψεύτικο.  Ο Ταρκόφσκι έλεγε: “μπορώ να πω ότι η εικόνα εκτείνεται στο άπειρο και οδηγεί στο απόλυτο”, (στο “Σμιλεύοντας το Χρόνο”). Με ενθάρρυνε να προεκταθώ.

Τι είναι τελικά αυτό που βλέπω; Φωτογράφημα ή φωτογραφία; Μια φωτογραφία του Ταρκόφσκι ή του Σβεν Νίκβιστ; Ένα ελάχιστο κομμάτι εκτυπωμένου σε χαρτί φιλμ, ή μια έγχρωμη φωτογραφία στο εξώφυλλο του περιοδικού Ποζιτίφ; Πάντως τα χρώματα, ο φωτισμός, οι σκιές, τα σχήματα της φωτογραφίας διαφέρουν απο εκείνα του φωτογράμματος. Αν τολμούσα να ακινητοποιήσω την ίδια εικόνα σε μια προβολή βιντεογραφημένης ταινίας της Θυσίας, θα είχα μια τρίτη εκδοχή της. Η αλλοίωση των στοιχείων έκφρασης θα ήταν εντονότερη.

Τελικά, η φωτογραφία, το φωτόγραμμα, το βιντεόγραμμα του Βίκτορ και της Αντελαίντε σε κρίση, δεν είναι τίποτε απ’ αυτά. Συνιστά φευγαλέα ή άπνοη εικόνα που εγώ σχολιάζω, και άρα τη μεταθέτω στη τάξη του φυσικού λόγου. Μια εικόνα που δεν ανήκει πια ούτε στον Ταρκόφσκι ούτε στο Ποζιτίφ. Είναι έξω από το φιλιμικό κείμενο του πρώτου αλλά και του σώματος του περιοδικού. Έχει αποσπαστεί απ’ το ζώντα χώρο του συστήματος της ταινίας κι απ’ το εξώφυλλο του περιοδικού. Αναλώθηκε σε λέξεις. Έγινε μια μεταγλωσσική αφήγηση. Μεταβλήθηκε σε γλωσσικά πολλαπλά σύμβολα, ενώ ήταν σύστημα εικονικών σημείων. Τολμώ να πω ότι δεν είναι μια εικόνα του Ταρκόφσκι, αλλά δική μου. Τώρα έχει γίνει και δική σας. Είναι επιτέλους μια εικόνα που μεταμορφώνεται κι εξελίσσεται προοδευτικά. Δεν έχει μόνο αισθητική αλλά και οικονομική αξία. Έχει παραχθεί και μεταδίδεται, κυκλοφορεί απο αναγνώστη σε αναγνώστη, από χρήστη σε χρήστη, από πομπό σε δέκτη, μεταφέροντας κάποιο μήνυμα.

Η φωτογραφία αυτή είναι και μέσο επικοινωνίας.

κείμενο: Υ.Κ.

Αθήνα, χειροποίητη πόλη – Άγονες Διαδρομές

Άγονες Διαδρομές

Κυκλοφορούσα στο πηχτό αέρα

κι όπως όλοι οι κάτοικοι,

περίμενα το μυθικό Βορέα,

άρπαγα, άλλοτε των κοριτσιών της Αττικής, και σωτήρα, σήμερα, της πόλης.

Πιθανόν να μην αργούσε…

Αν πέρναμε στα σοβαρά τα μετεωρολογικά δελτία

θα φυσούσε σύντομα ορμητικός.

Θα έπαιρνε τα παλιόχαρτα στους δρόμους

και τα καπέλα θα έφευγαν από τη θέση τους

μαζί με τις κλούβιες σκέψεις

που ταλαιπωρούσαν καθημερινά τους διαβάτες.

Θα ήταν ένα πρωϊνό δίχως χνούδια,

μια μέρα από εκείνες

πλυμένες δέκα χέρια, που η Αττική αστράφτει ως πέρα.

Αναζήτησα και πάλι μια λύση

για την αναπνοή.

Πέρασα από τον Εθνικό Κήπο – ήταν πάντα στη θέση του.

Της Αθήνας της είναι δύσκολο να ξαποστάσεις εκεί που

της θυμίζουν απόμαχους, ανθρώπους κουρασμένους

που εξορίστηκαν στις πρασινάδες.

Τα παρτέρια με τα ντελικάτα φυτά,

τα λυγερόκορμα άλση,

είναι καλά για πολιτείες που ασθμαίνουν.

Η Αθήνα βαριανασαίνει κι αυτή.

Πιστεύει όμως πως αυτό οφείλεται

αποκλειστικά στη προσπάθειά της

στους μυώνες της

που κουβαλάνε τσιμέντα από το πρωί

ως το βράδυ.

Φιλοπρόοδη η πόλη

θέλει να κινηθεί προς τα εμπρός.

Δε νοιάζεται για το πως και πότε

και μέχρι να επιχειρήσει το μεγάλο άλμα

ξοδεύει οπουδήποτε την ενέργειά της.

Οι κάτοικοί της δεν εργάζονται πολύ

και δεν αναπαύονται αρκετά

η λύση του παράδοξου

βρίσκεται στην απουσία της άνεσης.

Πως, λοιπόν, να τους χαρίσει

λίγο χώρο και λίγο χρόνο

στην απερίσπαστη ανάπαυση;

Σε αυτή τη Σισσύφεια πόλη

δε θα παραδεχόταν κανείς

πως υπάρχουν κι άγονες διαδρομές.

Ο λόφος του Αρδηττού

σκούρος πράσινος αντίκρυ

στο κατάχλωμο άγαλμα του Βύρωνος.

Το μαρμάρινο σύμπλεγμα

υπενθυμίζει πόσο κοστίζουν οι περιπλανήσεις

σε ένα τόπο που δε σ’ αφήνει να τον δεις

από απόσταση

και σε τραβάει επίμονα κοντά του.

Ένας ποιητής

ήρθε και κόλλησε σε μια χώρα

που δεν την γνώριζε

και πέθανε όταν άρχισε να τη μαθαίνει.

Έχει το κεφάλι στραμμένο και τη κοιτάζει

κι εκείνη στοργικά από πάνω

κάνει τους ντόπιους να ζηλεύουν:

σκέφτονται αν θα’ χουν κι αυτοί

την ίδια μεταχείριση.

Πλησιάζω τους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Όσο κι αν φαίνεται ειρωνικό

η πόλη προβάλλει αυτά που απέχουν αιώνες

από τα τρέχοντα.

Κάποιες ασήκωτες μέρες

οι κάτοικοι βλέπουν τα αρχαία της ερείπια

να εγείρονται από την πασίγνωστη θέση τους

με μια ακτινοβολία ασυνήθιστη.

Το διαμελισμένο παρελθόν

γίνεται και πάλι ενεργό

μόνο γιατί ανήκει πάντα στη πόλη

όσο κι αν αυτή το παράβλεψε.

Οι στύλοι διασώζονται

και κάποια μέρα οι σχοινοβάτες κάτοικοι

θα προσέξουν πόσο σταθεροί είναι.

Γλύτωσαν από τις λαίλαπες του καιρού,

μπορεί να είναι επομένως τα φόβητρα

που διώχνουν τα σύννεφα

από τον Αττικό ουρανό.

Ή και να τους ανατέθηκε να δείξουν,

σαν φυσικά φαινόμενα πια,

τη στάση άμυνας κατά της μικρότητας.

Η Πύλη του Αδριανού προβάλλει

κι αυτή μια παρόμοια παθητική αντίσταση.

Είναι πάντα στο μέρος που ήτανε,

απόμακρη,

χωρίς να την τιμά ή να τιμά

κανέναν.

Ένα είδος τρύπας που δεν οδηγεί πουθενά.

Εισχωρώ στα σοκάκια της Πλάκας.

Διαπιστώνω πως η συνοικία στην οποία βρέθηκα

δεν είναι και τόσο θερμή με τους φιλοξενούμενους της.

Από το πολύ που τη κοιτάζουν

σκληρύνθηκε

και φανέρωσε τα ίχνη της κόπωσης

από την οποία υποφέρουν

οι μοναδικότητες.

Είναι ο πυρήνας μιας πόλης που άλλαξε

και κλείνει μέσα του όλα τα συστατικά της,

τα διατηρεί,

και πρέπει να τα παρουσιάσει σε κάθε επισκέπτη

με χαμόγελο.

Αυτό, βέβαια, είναι ένα εξοντωτικό καθήκον…

Θαμπά φανάρια στις γωνίες,

μια πόρτα σφραγιστή

απ’ όπου ξεχείλισε κάποτε

το Νέο Κύμα

και δίπλα τα σκαλοπάτια

από στεγούς.

Οι επισκέπτες ζητούν από τη συνοικία

να τους παραχωρήσει περισσότερο χώρο,

οι ταβερνιάρηδες τη πιέζουν,

οι δήμαρχοι ταλαντεύονται

και η πόλη έξω

αδημονεί να προχωρήσει

ακόμα πιο μέσα

και να σκαρφαλώσει, αν είναι δυνατόν,

ως πάνω, στην Ακρόπολη.

Από ψηλά το Ερέχθειο ανακοινώνει

πως τα βήματα οφείλουν να κόψουν ταχύτητα

αν πρόκειται να οδηγήσουν κάπου.

Πολλοί ανερχόμενοι

συμμορφώνονται με την εντολή

και είναι σχεδόν γελοίο να τους βλέπεις

να επιβραδύνουν τη κίνησή τους

και να παίρνουν τη στάση

της περίσκεψης.

Κι όμως,

μερικοί επηρεάζονται στ’ αλήθεια.

Ανηφορίζοντας προς τον Παρθενώνα

αισθάνομαι ότι ανέλαβα μια κίνηση

που δεν την ελέγχω αρκετά

– με ποια ιδιότητα προχωρώ;

Όλες οι πορείες ήταν εδώ

τελετουργικές,

ίσως αυτό να με εμποδίζει

να συνεχίσω

ή ίσως η θέα των Καρυάτιδων δίχως χέρια

για να λάβουν τα δέοντα.

Προτιμότερο να μείνω σε κάποια απόσταση

κοιτάζοντας το βράχο κάτω από τους ναούς

με το στέρνο του κόντρα στον ήλιο.

Ήταν, ίσως, ένα σώμα ανθιστάμενο

στον ήλιο και τις πληγές του

που στη κορυφή της προσπάθειάς του

είδε να προβάλλουν τα ανθρώπινα έργα

και τότε ηρέμησε κι έγινε

ένα γερό πέτρινο στήριγμα γι’ αυτά.

Όταν εκείνο σταμάτησε

άρχισε να μιλάει η Τέχνη,

τα δύο αυτά,

στήριγμα και δημιούργημα,

μου φαίνονται αξεχώριστα,

δύο όψεις

της ίδιας προσπάθειας.

Πάνω στην επιφάνειά του μια φράση αχνογραμμένη

πάει να εξηγήσει τι σημαίνει

σθένος.

Δε κατορθώνω ωστόσο να συλλάβω

αυτό που προηγήθηκε των έργων.

Τα στοιχεία της έντασης θα μείνουν άγνωστα

για πάντα

κρυμμένα πίσω από τη γαλήνη των μορφών.

Μπόρεσαν να κλείσουν την αγωνία

σε σχέσεις αρμονικές

ανάμεσα σε ύψη και πλάτη

και σε κανόνες για τη κατασκευή ναών

και ανέφελων μετώπων.

Άδικος κόπος να ρωτάω

για το πως υποχώρησαν τα πάθη,

το ξέρω καλά, ο καθένας το ξέρει

πόσο ανάγκη έχει μια τέχνη

που να μετασχηματίζει τα άμεσα

όταν αυτά των ωθούν

να κραυγάσει.

Τις κυματώσεις των συγκινήσεων

ανέλαβαν ο αρχιτέκτονας και ο γλύπτης,

ως εκεί, απ’ όπου θα έβλεπαν το όριο τους

και θα τρόμαζαν με την ίδια τους την απαίτησή.

Παρ’ όλα αυτά, η θέρμη από την αγωνία

παρέμεινε μέσα στη κρύα ψύχρα

του ορυκτού

– δε χάθηκε εντελώς.

Οι κολώνες του Παρθενώνα

δεν είναι πια από ύλη ανόργανη:

έχουν το χρώμα των οστών.

Από τη περίβλεπτη θέση τους

πάνω από τα σπίτια και τους δρόμους

όπου οι άνθρωποι υποφέρουν

από τα ανεξήγητα,

ανίσχυροι, βουβαμένοι

ή ξεφωνίζοντας, κάποιες στιγμές,

προς το άδειο στερέωμα

δηλώνουν προς κάθε ενδιαφερόμενο

πως η μάχη της ζωής με τα μάρμαρα

έληξε

– έγινε το μάρμαρο ίχνος ζωής.

Κερδίζω μια στιγμή νηνεμίας

που με κάνει ικανό να κατέβω στη πόλη

την ανεπίδεκτη αναπαύσεως.

Περπατώντας κοντά στους Αέρηδες

βρισκόμουν, σίγουρα, ακόμη

κάτω από την επιρροή τους

που με πήγαιναν και μ’ έφερναν.

Κτίσματα διαφορετικών πολιτισμών βρίσκονται τώρα

κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο

συντετριμμένα από τον κοινό τους εχθρό:

κατακάθισμα των έργων μέσα στο χρόνο

και συμφιλίωση κατακτημένων και κατακτητών.

Μέσα στο χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς

το οκτάγωνο ρολόι υψώνεται τώρα

πάνω από τις εποχές,

έγινε βαπτηστήριο τα παλαιοχριστιανικά χρόνια

ύστερα τεκές των δερβίσηδων

και τέλος

μνημείο όλων των προηγούμενων χρήσεων

και καμιάς τους.

Πιο πάνω, στα σύνορα με την Ελληνική Αγορά

ένα παλιό αρχοντικό οίκημα

δείχνει αμήχανο

που βρίσκεται σε αυτό το σημείο:

να’ χει δεξιά του συντρίμια

και αριστερά του,

το ίδιο.

Καθώς πλησίαζα την Αρχαία Αγορά

αναγκάστηκα να παραδεχθώ

πως δε θα μπορούσα ποτέ μου

να συνθέσω

κάτι από εκείνα τα θραύσματα.

Δύσκολο να εννοήσεις έναν χώρο

που ήταν στίβος και πλατεία μαζί,

όπου συναθροίζονται άνθρωποι

για να εξασκηθούν

συναντώντας τους άλλους.

Μια γυμναστική,

που την είχα αρχίσει κάποτε,

και την έκοψα πρόωρα.

Σε ένα πήλινο θραύσμα που φυλάγεται στο μουσείο

διαβάζω ονόματα εξοστρακισθέντων:

Θεμιστοκλής, Αριστείδης.

Είχαν κατορθώσει, για ένα διάστημα,

να πείσουν τους συμπολίτες τους

για την αξία των πράξεών τους

κι ολόκληρη η πόλη μιλούσε γι’ αυτούς.

Αλλά ο Νόμος όριζε πως

όποιοι βρίσκονται στα στόματα όλων

θα έπρεπε να πληρώσουν προκαταβολικά

το τίμημα της φήμης,

– με την επιτυχία τους

είχαν καταφέρει να θεωρούνται ύποπτοι,

μακρόβιους θριάμβους

δε μπορούσε, λοιπόν, να περιμένει κανείς,

ούτε οι άψογοι ρήτορες

ούτε οι νικητές στρατηγοί.

Υπήρξαν, όμως, και μερικοί

που ανταπάντησαν στους κατηγόρους,

με δευτερολογίες μέχρι θανάτου.

Δε θα έπινε το κώνειο ο Σωκράτης

χωρίς να απευθυνθεί στους επικριτές του άλλη μία φορά

με ένα ύστατο επιχείρημα:

λόγια πως δεν μπορούσαν να δεχθούν

πως η διάρκεια ζωής τους είναι ίση

με αυτή των ανθρώπων,

λόγια που δεν μπορούσαν να δεχθούν

πως δε θα είχαν έναν αντίλαλο

πέρα από τους τάφους και τα δικαστήρια.

“Τα δεινά είναι βουβά”,

είχε προειδοποιήσει από παλιά, ο Ισίοδος.

Από το φόβο τους

ανέδειξαν τη φωνή τους σε πράξη

και τη λάτρεψαν.

Ό,τι νέο γεννήθηκε εδώ

βγήκε στον κόσμο σαν το μωρό,

μες τις φωνές.

Ακούω τον στριγκό ήχο και σπεύδω έξω,

θέλω να προλάβω τον ερχομό του ερπετού

που καταπίνει χιλιόμετρα και μέρες

περνώντας σύριζα στα ασάλευτα μνημεία

προκαλώντας τα με την κίνησή του.

Κάποια αδυσώπητη έξωση

έδιωξε και σήμερα από τα σπίτια τους

πολλά άτυχα αντικείμενα

και τα άφησε στα ισόγεια και τα στουπωμένα πατάρια

της πλατείας Αβησσυνίας:

φωτιστικά για αναδρομές, σερβίτσια για μακρόσυρτα γεύματα,

ραδιόφωνα βραχνά από τα βαρυσήμαντα διαγγέλματα που ανακοίνωσαν.

Υπάρχουν τα άλλοτε των ανύπαρκτων πια

ή εκείνων που βρέθηκαν σε ανάγκη,

απευθύνουν έκκληση στους περαστικούς.

Πότε – πότε, κάποιος, σα να άκουσε το αίτημα τους καθαρά

θέλει, ένα από αυτά, να το υιοθετήσει αμέσως.

Σύσσωμο, τότε, το ορφανοτροφείο

των μεταχειρισμένων

αναθαρρεί.

Μέσα από τα καρεκλοπόδαρα κάνει νεύματα

ένας φίνος τοξότης από αλάβαστρο.

Αν τον ξεχωρίζουν και τον σώσουν

πάει να πει

πως υπάρχει ακόμα ελπίδα,

αφού η εκλεκτικοί δίνουν τη μάχη τους

με τη γενική μυωπία.

Βλέπω κάμποσους περαστικούς να παρακολουθούν κάποιο θέαμα:

οι περίεργοι, μαζεύονται και σκορπίζουν,

επιδοκιμάζοντας σιωπηρά τη φτωχή φαντασμαγορία

που τους τόνωσε το ηθικό:

άμα λείπουν τα πλούτη, μένουν

οι εκκεντρικότητες των αδέκαρων

– γεμάτη απ’ αυτές η περιοχή,

για τούτο και τραβά τόσο κόσμο κοντά της,

ανθρώπους κουρασμένους, σκυφτούς

που όμως ξέρουν πως όπου να’ ναι,

χωρίς αναγγελίες,

θα ανοίξει ένας μικρός χώρος μες το πλήθος

και θα πειστούν πως είναι δυνατοί

οι αυτοσχεδιασμοί

κι απ’ το απύθμενο τίποτα.

Έχω στα νώτα μου την είσοδο του Κεραμικού,

πρώτα βήματα στο χώρο του νεκροταφείου,

οι σφυγμοί της πόλης μειώνονται

μέσα μου,

προχωρώ πιο ελαφρά, λιγότερο εσκεμμένα.

Κάποιοι θέλησαν να μην χαθούν οριστικά

από το φως

κι άφησαν τα επιτήδεια ανάγλυφα

να ανακοινώνουν αυτή τους τη θέληση.

Οι ίδιες ακτίνες που έπεφταν πάνω σε εκείνο το πρόσωπο

όσο ζούσε κι αφότου έφυγε,

εξοστρακίζονται, τώρα,

στον επισκέπτη

και τον κάνουν συνένοχο σε μια ύστατη απόπειρα.

Όποιος κοιτάζει τις μορφές που παριστάνονται πάνω στους τάφους

θα μπορούσε να ξεγελάσει, μαζί τους, τους υποχθόνιους νόμους.

Γνώριζαν βέβαια οι πάντες πως

το σύνορο είναι αμετάθετο,

όμως αυτό ακριβώς έκανε πιο σφοδρή την επιθυμία τους

να μείνει για πάντα ανάμεσα στα ορατά

η τελευταία συνάντηση με τους οικείους

σαν εικόνα μιας γέφυρας,

ανάμεσα στους δύο κόσμους,

το βαθούλωμα στα μάτια της Κόρης και της Μητέρας που τη χαιρετά

τα χείλη της Ηγησούς, τα δάκτυλά της

είναι εγκοπές ελεγχόμενου βάθους.

Λίγο μόνον πιο έντονες να ήταν

θα έδειχναν τις μορφές δραματικά καθηλωμένες

στο γεγονός που τις έπνιξε.

Ήταν πολύ περήφανοι οι Έλληνες

για να γραπωθούν στην ελπίδα

και αρκετά συνετοί

για να μην την αποδιώξουν οριστικά.

Γι’ αυτό λάξεψαν το μάρμαρο μοναχά ως ένα σημείο.

Η προσμονή της μεγάλης συνάντησης

δεν υποχωρεί

– θα συμβεί άραγε αυτό;

Θα ανταμώσουν πάλι όσοι μείναν μισοί

αναζητώντας τα πρόσωπα

που δεν μπόρεσαν να κρατήσουν κοντά τους;

Δίπλα μου κάτι ψιθυρίζει ο Ηριδανός,

αρχαίο ποτάμι που έγινε ρυάκι

και κυλάει ακόμα ανάμεσα στα βρύα,

ύστερα από τόσες ξηρασίες,

και σποδούς.

Θα ήταν ιδανική η συγκυρία αν βγαίνοντας

αντίκριζα το μελίσσι των μικροπωλητών

να φράζει την έξοδο και να βουίζει ο τόπος.

Τέτοιες πολιορκίες βοηθούν τους εγκλωβισμένους

στις άκαρπες σκέψεις τους

να ανασυνταχτούν και να βγουν αξιόμαχοι πάλι

στο κόσμο.

Έκανα τη σκέψη, μου φάνηκε σχεδόν φυσικός ο συνειρμός,

να πάρω τη κατεύθυνση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου προς το Ηρώδειο,

το θέατρο που το’ κτισε το πένθος ενός άνδρα

για μια γυναίκα.

Με σταμάτησε όμως η εικόνα εκείνου του φίλου του

που καθώς λέγεται, έδωσε τέλος στη θλίψη του χήρου

με ένα εύστοχο αστείο.

Παρόμοια μεταχείριση επιφυλάσσει και η πόλη αυτή

στους αβυσσαλέους στοχασμούς,

καθώς η μέγγενη σφίγγει τους κροτάφους,

ένα γέλιο πειραχτικό επαναφέρει στα συγκαλά του

τον παθόντα

ή τουλάχιστον τον φέρνει αντιμέτωπο

με τον εγωισμό της δυστυχίας

“Δεν ωφελεί, του λέει, να ωθείς τη σκέψη ως το τέλος αν δεν είσαι ικανός να γυρίσεις ξανά στην αρχή.

Μοναδικό βάλσαμο η ιδέα του κύκλου,

αν δεν μπορείς να την εννοήσεις, τότε καλύτερα να διδάσκεσαι κοιτάζοντας τι κάνουν όλοι για να ξεχνιούνται.

Θα σε οικτίρουν για αυτό οι αριστοκράτες της βαρυθυμίας αλλά δεν πειράζει.

Ναι, είναι αλήθεια. Ακούγονται συχνά διαμαρτυρίες για τη τύρβη που καλύπτει τα πάντα,

γυρίζουν αστόχαστα εδώ κι εκεί οι άνθρωποι, παρά τις συμβουλές του Πασκάλ,

αποφεύγοντας να κοιτάξουν το βάραθρο που χάσκει μπροστά τους.

Συμβαίνει όμως, να μην υπάρχει άλλο φάρμακο για τα αδιέξοδα κλωθογυρίσματα του μυαλού

απ’ το σουλάτσο του πλήθους στους δρόμους.

Δεν είναι η λησμονιά του κοινού νου, είναι η μάθηση της εξομοίωσης.

Πολλοί από αυτούς τους αγνώστους, υπήρξαν ή είναι ομοιοπαθείς κι όμως κινούνται με φυσικότητα.

Δες τους, συγκροτούν τη μάζα που διαλύει τους θρόμβους των σκέψεων αυτών

που μόλις πριν ήταν έτοιμες να αρχίσουν μια συζήτηση περί αυτοκτονίας,

να ξεσπάσουν σε αναφιλητά ή να κραυγάσουν στο ταίρι τους το “αν δεν ήσουν εσύ

Η πόλη και οι άνθρωποι

μερικές φορές φαίνονται να έχουν παραιτηθεί

από οποιαδήποτε απόπειρα αναζωογόνησης ,

επηρεασμένοι από ό,τι ανέτειλε και έδυσε γύρω τους.

Ο ήλιος πάντως, πλαγιάζει και σήμερα πίσω από το λόφο της Πνύκας

κι απ’ όλους τους χρυσούς λόφους της ανθρωπότητας.

Ξαφνικά, καθώς με καλούσε να βουλιάξω μαζί του

ένιωσα την επίδραση μιας παράξενης άλωσης.

του Βασίλη Καραποστόλη

Υστερνία

photo by Nikos Papafilippou – Greece / © all rights reserved

Η υπόθεση του Ταξιδιού είναι κοινή σε όλους

Είτε πας να βρεις την γυναίκα με τα χρυσά μαλλιά που μια τρίχα της έφερε ο άνεμος στον πύργο σου, είτε φεύγεις νοσταλγώντας χώρες μυθικές, είτε ζητάς πλούτο, είτε επιχειρείς να δεις με το φως της εξερεύνησης, χώρες, ηπείρους ολόκληρες βυθισμένες στο σκότος κι ανοίγεσαι στον Ωκεανό γυρεύοντας καινούρια οδό, με τόλμη, με τρεις φτωχές καραβέλες και δοκιμάζεις τον κατατρεγμό και την ζήλια ύστερα από την σχετική υλική επιτυχία σου. Έχεις έναν πάντα σκοπό. Την συνάντηση με το θαύμα, που πέρα από κάθε ταλαιπωρία και εκμηδένιση του ιδιωτικού σχήματος, σου επιτρέπει να δεις την αιωνιότητα από αντίκρυ. Αυτό είναι το νόημα του ταξιδιού, να παραδίδεται στην κίνηση, να ξεχνά την έννοια του χώρου εν’ ονόματι του χρόνου που τον αφήνει να κυλά πλάι του, τον χρόνο να τον αστοχεί πίσω του διασχίζοντας μπροστά του ολοένα και καινούριες εκτάσεις.

Το ταξίδι διδάσκει στον άσωτο νέο το μέγεθος της ζωής.

Β. Π.

εις μνήμη Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη 1908-1993 μ.Χ.

ΥΣΤΕΡΝΙΑ

“Να μην χαρίζεσαι στην οικογένεια ή σε ότι αγαπάς στενά. Να διαλέγεις την μοναξιά που θα σε μάθει να αγαπάς τον καθένα.
Να στηριχθείς στη μοναξιά, όπως η πόρνη ακουμπάει στο νταβατζή της για να εξασφαλισθεί επειδή δίδεται στους πάντες.
Τα όρια τότε θολώνουν και δεν υπάρχει το καλό και το κακό, μόνο η κίνηση.”

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

---

το κείμενο, είναι μια εκλογή από κείμενα του Νίκου Γ. Πεντζίκη που έκανε ο φίλος Β.Π. ,
που με στοργή και αγωνία, μαζεύει γραπτά φίλων και εκδίδει το ΜΗΝΟΛΟΓΙΟ

η φωτογραφία είναι του αγαπημένου φωτογράφου και φίλου Νίκου Παπαφιλίππου,
που μια ολόκληρη βραδιά μου διηγούνταν τη δύναμη (αυτής) της φωτογραφίας

 –

δεν έχω λόγια για τη μουσική του βίντεο, μα και την οπτική αφήγηση, από το συνθέτη Ezio Bosso

που ανέβασε στο youtube βίντεο πάνω στις δικές του συνθέσεις στο Ezio Bosso’s YouTube Channel

για τον Ν.Γ. Πεντζίκη, 

που μου τον γνώρισε ένας καθηγητής της σχολής μου και φίλος του, λίγο πριν τον θάνατό του

και μου πρόσφερε αναγκαίες επιβεβαιώσεις και μελλοντικές εκκινήσεις:


http://www.lifo.gr/guests/retrolifo/28426

που περιλαμβάνει μια συνέντευξή του στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο 

Έπιπλα: ένα κρεβάτι φτάνει

"Οι περισσότεροι άνθρωποι πιάνονται από τα πράγματά τους σαν ναυαγοί.
Δε τα κατέχουν - κατέχονται απ' αυτά.
Αλλά όταν το κρεβάτι σου έχει φθαρεί, ίσως η ντιβανοκασέλα να' ναι μια κάποια ευεργεσία."
- ένα κείμενο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ -

Francis Bacon in his apartment

Ο Francis Bacon στο άδειο του διαμέρισμα. Ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, γυμνοί γλόμποι. 
Η προσήλωσή του στα στοιχειώδη της ζωής (δημιουργία, σεξ, αλητεία...) δεν του άφηνε περιθώριο να ψωνίζει έπιπλα.

Λένε ότι το shopping θεραπεύει τη μελαγχολία. Το δοκίμασα προχθές. Ήταν απόγευμα – το βράδυ έπεφτε στη Σταδίου. Μπήκα σ’ ένα μαγαζί σαν υπνωτισμένος κι αγόρασα ένα βίντεο. Πήρα το πιο ακριβό, γιατί είχα πολύ πράμα ν’ αποσβέσω. “Τύλιξέ μου το”, ειπα στον πωλητή. “Θέλω να το πάω με τα πόδια”.

Όταν βγήκα ξανά στην Κλαυθμώνος, τα πρώτα άστρα σκέπαζαν τους ανθρώπους – στις στάσεις, στι βιτρίνες, του φωτισμένους δρόμους…

Στάθηκα στο φανάρι με το κουτί παραμάσχαλα και ξαφνικά δεν είχα διάθεση να περάσω απέναντι. Το shopping με πρόδιδε.

Κι όμως (λίγα χρόνια πριν) έπαιρνα χαρά όταν αποκτούσα ή έκλεβα κάτι. Ένιωθα ασφάλεια μέσα στα κεκτημένα μου. Μπορεί, μικρός, να έβρισκα ακατανόητη τη μανία της μάνας μου να κλειδώνει στο άβατο της σαλοτραπεζαρίας όλα μικροαστικά της status symbols (σερβίτσια, χαλιά, έπιπλα) ή να έβρισκα μίζερο τον αγώνα του πατέρα μου να αγοράσει ένα καλύτερο αμάξι. Έλεγα ότι τα πράγματα αξίζουν για να τα χρησιμοποιείς, να τα τσακίζεις – αλλά γνώρισα κι εγώ την επιδεικτική τους γλύκα και κυρίως την καθησυχαστική τους δύναμη μέσα σ’ ένα δωμάτιο που το χτυπάνε σαν καταιγίδα οι ανασφάλειες. Οι δίσκοι ΜΟΥ, τα γκάτζετ ΜΟΥ, οι μηχανές ΜΟΥ – ήταν πάντα εκεί όταν κάποιος με πρόδιδε και με αγκάλιαζαν με τα αισθηματοποιημένα τσίπς τους. Τα πράγματά ΜΟΥ ήταν η επιθετική βιτρίνα μου – φθονούσα, βλέπετε, τα βόρεια παιδιά με τα cabrio και τα υπερλουσάτα studio στο Κολωνάκι, έδινα μισό μισθό για μια νύχτα στο Hotel des Palmes, ήμουν γνήσιο παιδί αυτής της μοντέρνας υπεκφυγής που με τη συσσώρευση κεκτημένων προσπαθεί να ξεχάσει ότι τα πράγματα που τον καίνε δεν μπορεί να τα κατέχει και ότι όσα κι αν μαζέψει, δε θα τα πάρει μαζί του.

Η τάση αυτή, που έπαθε παροξυσμό στα eighties, σιγοκαίει ακόμα σαν πτοημένος πόθος σε κάθε μικροαστικό νοικοκυριό. Είναι μια τάση που την υποδαυλίζουν όλα τα lifestyle του πλανήτη, ικανοποιούν όλες οι αγορές, στηρίζουν όλες οι κυβερνήσεις – είναι ο σκληρός πηρήνας της αγοράς, το νόημα του Δυτικού Κόσμου, ο λόγος για τον οποίο ζουν οι άνθρωποι μετά τα τριάντα: η κατοχή αγαθών.

Εγώ, όμως, μετά τα τριάντα απώλεσα όλες σχεδόν τις ψευδαισθήσεις για την ιδιοκτησία. Συμπτωματικά, αυτό έγινε και τάση της νέας εποχής. Ακούω για ομάδες νέων παιδιών, παράξενες cults της Ευρώπης, που απαρνούνται την “αρρώστια του πολιτισμού”, παίρνουν ξανά τους δρόμους με τα υπάρχοντά τους σε ένα σάκο, ζουν σε κοινόβια στα λιβάδια της Σκωτίας ή σε κατειλημμένα σπίτια στο Camden – νέοι Κυνικοί που περιφρονούν το χρήμα και τον επιπλωμένο κόσμο: Crusties, νεο-μπίτνικς, new age travellers, κυβερνοχίπις, νεο-μποέμ, νομάδες της νέας εποχής…

Sexually charged' by Francis Bacon: οne of the most ‘seductive’ female potraits ever produced

Τους συμπαθώ, αλλά δεν ανήκω σ’ αυτούς. Εγώ δεν υποδύομαι το πετεινό του ουρανού, ελπίζοντας ότι θα με επιπλώσει ο Κύριος. Ζω σε άδεια δωμάτια όχι απο μια (όντως trendy) ‘κριτική του καταναλωτισμού”, αλλά από την προσωρινή, ελπίζω, καθήλωσή μου στους θησαυρούς που είχα κι έχασα. Τους έρωτες μου, τα είκοσι μου χρόνια και δύο τρία πρόσωπα που αγάπησα και πέθαναν. Αυτά θα ήθελα να ΚΑΤΕΧΩ. Ένα στρατό από σκιές και αισθήσεις. Ένα βίντεο στο DNA μου που να προβάλλει επαναληπτικά μέσα μου τη σκηνή που αγαπηθήκαμε με πάθος, την εικόνα του νέου σώματός μου, το χαμόγελο του παππού μου που σιγά σιγά αρχίζω και ξεχνάω. Δεν το ελέγχω, αλλά όταν βρέχει τις νύχτες του χειμώνα, αισθάνομαι ένα αίσθημα ΟΡΙΣΤΙΚΟ όταν, κουκουλωμένος στο κρεβάτι, σκέφτομαι τον παγωμένο αέρα στον τάφο του, το νερό που στάζει από το μαύρο πεύκο, τον ήχο της στάλας στον σταυρό – κι άλλες φορές, μου είναι αβάσταχτο το φιάσκο του σώματός μου, τα μάτια που ωχραίνουν, το δέρμα που μαζεύεται, το γυμνό μου κρανίο. Αλλά εκείνο που με πτοεί πιο πολύ απ’ όλα είναι ο μαρσμός του έρωτα (του κάθε έρωτα) που τον πίστευα αιώνιο (και που για μια στιγμή όντως τον κατείχα), η σκόνη που κολλάει στα δάχτυλα και μου υπενθυμίζει πως ό,τι κατέχεται δεν μπορεί να κατέχει κι ό,τι πεθαίνει δεν μπορεί να’ χει καμιά χρονική αξίωση κι ό,τι φθείρεται δεν μπορεί να κάνει την ομορφιά δική του – παρά μόνο την προσκυνάει, σαν συντετριμένος πιστός

Φαντάζομαι, βέβαια, πως κι εγώ κάπoια στιγμή θα ωριμάσω – σαν τους ευδαίμονες συνοδοιπόρους μου. Θα ξεφύγω από τον πρωκτικό στάδιο και θα παρηγορηθώ στο τιμόνι κάποιου δεκαεξαβάλβιδου. Αυτό άλλωστε είναι η ωριμότητα: να ξεχνάς τον ίλιγγο ενός φιλιού, ναρκωμένος από το τριπ της κοινωνικής δύναμης. Να βολεύεσαι με γκάτζετ και τίτλους ιδιοκτησίας (και να καμαρώνεις από πάνω) έχοντας “λησμονήσει” ότι είσαι ένα ασήμαντο κλάσμα στην άλγεβρα του θανάτου ή ότι η δόξα της ζωής σου (ο έρωτας, η νεότητα…) ήταν η λάμψη μιας χημείας που δεν έλεγχες.

Μακάρι να συμβεί! Πάντα το επιθυμούσα ν’ ανήκω στο στρατό κατοχής – να είμαι ένας μεθυσμένος γιάπης του Ρομέο, να λιώνω με Κυριαζή και Κούκα, σχεδιάζοντας την επόμενη επένδυση! Να ζω μια ζωή ημια-συνείδητη, κάτω από βουνά επίπλων και γλυκές υπεκφυγές – και το βράδυ να θερμαίνω τον έρωτας της γυναίκας μου με την υπόσχεση μιας γούνας. Αν δεν μπορείς να εφευρίσκεις ψευδαισθήσεις (φτηνές ή μεγαλειώδεις, – αδιάφορο) τότε είναι αδύνατον να ζήσεις αυτό το περίττωμα που είναι η ζωή. Υπό αυτή την έννοια, οι ευδαιμονιστές μου βάζουν τα γυαλιά. Τους ζηλεύω. Ο ωμός ρομαντισμός, τι παραπάνω μου προσφέρει εκτός από το να με κάνει λιώμα;

Κάνω λοιπόν προπόνηση στην ιδιοκτησία αγαθών, χαϊδεύω το πολυτελές κουτί και διασχίζω τη Σταδίου, σαν να’ ταν η Αχερουσία. Ο αέρας του φθινοπώρου μου θυμίζει τις ζεστές θάλασσες του νησιού, μια ξαφνική καλοσύνη με πιάνει – κάτι παιδιά σκύβουν σε μια βιτρίνα και διαβάζουν φωναχτά τιμές.

Το ίδιο βράδυ συνδέω τα καλώδια και μπαίνω επιτέλους στην επικράτεια των σκιών. Αν όχι σύντομα, σε λίγα χρόνια θα είμαι κι εγώ μια από αυτές.

Κλείνω τα μάτια.

Three Studies of Figures in Beds, 1972, Francis Bacon