"We don't see things as they are, we see them as we are" Anais Nin

ANGELOPOULOS THEODOROS

“Θίασος” ή η αναπαράσταση της ανθρώπινης οδύνης – ένα κείμενο του Σταύρου Τορνέ

Ένα σπάνιο κείμενο του αγαπημένου Σταύρου Τορνέ για το “Θίασο” του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Δημοσιεύτηκε το φθινόπωρο του 1976, στο περιοδικό “Φιλμ – περιοδική έκδοση ανάλυσης και θεώρησης του κινηματογράφου” / Εκδόσεις Καστανιώτη – τόμος Γ’ – τεύχος 11.

στη μνήμη του Θ. Αγγελόπουλου

worldcity

Υ.Σ.: από όσο ξέρω το κείμενο που ακολουθεί δεν έχει δημοσιευτεί πουθενά πριν – διατήρησα την ορθογραφία του κειμένου, αλλά για λόγους χρόνου όχι το πολυτονικό σύστημα.

(αφορμή για τη δημοσίευση του κειμένου αυτού ήταν οι ιταμές δηλώσεις μελών του ΛΑΟΣ
(προφέρεται Λάος για να θυμόμαστε ποιας εποχής και κόσμου αντιλήψεις εκφράζουν),
για τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο.)
τις δηλώσεις του κου Πολατίδη μπορείτε να τις δείτε εδώ και εδώ –
όλως περιέργως δε μπόρεσα να ξαναβρώ το σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” – εξαφανίστηκε).

Μια εκτεταμένη συλλογή άρθρων, δημοσιευμάτων, βίντεο, συνεντεύξεων του ελληνικού και ξένου τύπου και ιστολογίων,
για τη ζωή, το έργο και το θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου
μπορείτε να βρείτε στο “Θόδωρος Αγγελόπουλος: ταξίδι στην αιωνιότητα, στο φως”

“Θίασος” ή η αναπαράσταση της ανθρώπινης οδύνης

του Σταύρου Τορνέ

Η ταινία του Θ. Αγγελόπουλου είναι πραγματικά παραπάνω από μια απάντηση “θετική” στο πατριωτικό ελληνικό κόμπλεξ – αν έχουμε δηλαδή κινηματογράφο στο επίπεδο – μοντέλο των άλλων χωρών.

Πιο πολύ γιατί η ταινία με τον όγκο της και τη θεαματικότητά της δίνει την εντύπωση ότι συγκεντρώνει και μεθοδεύει το σύνολο της δυναμικής κινηματογραφικής έκφρασης σε μια νέα ερμηνευτική διάσταση του σημερινού κόσμου.

Όμως σε τέσσερες ώρες προβολής ούτε σε μια σκηνή δεν υπάρχει η μαρτυρία μιας προσωπικής υποκειμενική αλήθειας στα γεγονότα που αφηγείται (κάλυψη αισθητική). Γιατί η υποκειμενική αλήθεια του Αγγελόπουλου βρίσκετεαι σε σύγκρουση, και σε μια διαρκή πάλη να υποτάξει την συμμετοχή των “άλλων” στα ίδια γεγονότα με τη δική τους αλήθεια – η μεθόδευση όχι του να κάνεις ένα φιλμ πάνω στην ανθρώπινη οδύνη (θεματική εκλογή) αλλά μια αισθσητική αναπαράστασή της, κινείται αλάνθαστα βιάζοντας χώρο και χρόνο σε μια νέα σύλληψη του σημερινού κόσμου της αλλοτρίωσης (εδώ βρίσκεται η αφορμή αυτής της άρνησης).

“…Μια σύλληψη αυτάρεσκα εγωκεντρική
και σε μια προέκταση των πραγματικών σημερινών κοινωνικών πολιτικών συνθηκών (πάλη των τάξεων) νεοφασιστική,
που σαν στόχο της έχει να εξορκίσει να παραχαράξει να κολακέψει να μηδενίσει την βιωμένη οδύνη των “άλλων,
δηλαδή το ανθρώπινο μεγάλωμα το αλλοτριωτικό ξεπέρασμα….”

Μια σύλληψη αυτάρεσκα εγωκεντρική και σε μια προέκταση των πραγματικών σημερινών κοινωνικών πολιτικών συνθηκών (πάλη των τάξεων) νεοφασιστική, που σαν στόχο της έχει να εξορκίσει να παραχαράξει να κολακέψει να μηδενίσει την βιωμένη οδύνη των “άλλων, δηλαδή το ανθρώπινο μεγάλωμα το αλλοτριωτικό ξεπέρασμα.

Οι σχέσεις του Αγγελόπουλου με τους “ήρωες” του δεν είναι μια σχέση αναγνώρισης του ανθρώπου σαν κέντρο υποστασιακά αντιφατικό πραγματικό, μάλλα λόγια μια σχέση αναγνώρισης του εγώ-εσύ-εγώ, αλλά εγώ και οι άλλοι (ο λαός, το πλήθος, η φυλή) δηλαδή μόνο εγώ.

Έτσι ο άλλος, οι άλλοι, στην ταινία γίνονται αντικείμενο όχι μιας συνολικής αναγνώρισης (κριτική στάση) των δικών μου αντιφάσεων και το ξεπέρασμα τους, αλλά στις ποιότητες – ιδιότητες του δικού μου αμετακίνητου κώδικα που τους αναγνωρίζω, δηλαδή την δική μου άποψη να “υπάρχουν” να δρουν να σκέφτονται να είναι ελεύθεροι.

“… να είναι φορείς αισθητικοί, εθνικο-ιδεολογικοί που κάτω από το φως του “τέλους” της δικτατορίας
και της νέας μεταπολίτευσης στην Ελλάδα και των εμπορευματοεπιχειρησιακών προοπτικών νέου τύπου
“τοπικό πόλεμος Ελλάδας και Τουρκίας – πετρέλαιο του Αιγαίου – τρίτος παγκόσμιος πόλεμος) ενεργοποιεί “πνευματικά”
εντάσοντας σ’ ένα ενιαίο εθνικοαγγελοπουλικό μέτωπο σφαγής
τον όψιμο ριζοσπάτισμό του ελληνικού νεοκαπιταλισμού,
αλλά και τις τυχόν αντιρήσεις της ελληνικής αριστεράς οπαδών – ηγεσίας…”

Έτσι οι ήρωες της ταινίας “θέλω” να λειτουργούν “ιστορικά” “διαλεκτικά” “ακριτικά” πάνω σε παλιές εθνικοκοινωνικές αντιθέσεις – συγκρούσεις “θέλω” “τώρα” να είναι φορείς αισθητικοί, εθνικο-ιδεολογικοί που κάτω από το φως του “τέλους” της δικτατορίας και της νέας μεταπολίτευσης στην Ελλάδα και των εμπορευματοεπιχειρησιακών προοπτικών νέου τύπου “τοπικό πόλεμος Ελλάδας και Τουρκίας – πετρέλαιο του Αιγαίου – τρίτος παγκόσμιος πόλεμος) ενεργοποιεί “πνευματικά” εντάσοντας σ’ ένα ενιαίο εθνικοαγγελοπουλικό μέτωπο σφαγής τον όψιμο ριζοσπάτισμό του ελληνικού νεοκαπιταλισμού, αλλά και τις τυχόν αντιρήσεις της ελληνικής αριστεράς οπαδών – ηγεσίας που μετά την ήττα (συνειδησιακό όριο) και μετά τηυν δικτατορία (βιολογικό όριο) κάθε ακριτική αποδοχή (λαϊκιστική εκδοχή του εμφυλίου πολέμου του Αγγελόπουλου) την καταξιώνει υποστασιακά ακόμα και μια θεσούλα στο πάνθεο της Αγγελοπουλικής αγιοσύνης, αποσπώντας έτσι την γενναιόδωρη ανοχή ή την αναγκαία ευλογία της ηγεσίας όπως πρόσφατα στην ελληνική Βουλή του 1975 απ’ αφορμή την ψήφιση του προϋπολογισμού εθνικής άμυνας.

Και για να μη θεωρηθεί εδώ ότι έχω την πρόθεση να χωρίσω τον κόσμο σε δαίμονες και αγγέλους αποδίδοντας ρόλους όπως ο ίδιος κάνει την ταινία του αναφέρω ότι η υπόταξη των γεγονότων του εμφυλίου πολέμου στην ιστορικοαιτιοκρατική αισθητική “ανάγκη” του σκηνοθέτη έρχεται μετά το πέρασμα των νέων Μήδων (οικονομικό άνοιγμα μέρους ελλήνων εφοπλιστών – τραπεζών – ίδρυμα Φορντ) όχι γιατί εκείνο το μέρος των ελλήνων διανοουμένων εισπράττοντας το σχετικό χρήμα θα μεταμορφωθεί σε χαφιέδες ή “λακέδες του καπιταλισμού” (έχω τη γνώμη ότι έγιναν αριστερότεροι των αριστερών) αλλά γιατί αποδέχτηκαν τη ρατσιστική προώθηση ενός συστήματος υποθηκεύοντας έτσι το ουσιαστικότερο υποκειμενικό δικαίωμα ανθρώπινης ελευθερίας – να “είσαι” και να μην θέλεις πια να είσαι εργάτης, να “είσαι” και να μην δέχεσαι να είσαι καλλιτέχνης, μέσα σε μια κοινωνική αιτιοκρατία που ξεπερνιέται προσωπικά μέσ στις αντικειμενικές αλλοτριωτικές ανθρώπινες σχέσεις που το σύστημα επιβάλλει.

“…Έτσι αυτοστερημένοι, αυτοευνουχισμένοι, (το) νέο παπαδαριό,
στήνει την πνευματική λειτουργία της πληρωμένης με αίμα πνευματικής βακάντσας των υπόλοιπων,
σύγχρονοι τροβαδούροι των αυτοεπαναλαμβανόμενων παθών μας…”

Έτσι αυτοστερημένοι, αυτοευνουχισμένοι, νέο παπαδαριό, στήνει την πνευματική λειτουργία της πληρωμένης με αίμα πνευματικής βακάντσας των υπόλοιπων, σύγχρονοι τροβαδούροι των αυτοεπαναλαμβανόμενων παθών μας. Στην Ελλάδα ειδικά που για τριάντα – τριάντα; – όχι μόνο ήταν εθνικό αμάρτημα η απλή συμμετοχή στην αντίσταση αλλά γιατί πιο πολύ η πανάκριβα πληρωμένη προγραφή απέκλειε και την επιβίωση.

“Τώρα” ήρθε η ώρα να ειπωθούν “όλα”. Γιατί έτσι υπάρχει περίπτωση να δαμαστεί μαι παράνομη συνείδηση, μια “ανεξήγητη” (για ποιους;) υποκειμενική στάση εξέγερσης και ελευθερίας κάνοντας σπετάκολλο μπρεχτικό την Βάρκιζα – λες και ενδιαφέρει ότι ο άνθρωπος – αντάρτης πρώην εργάτης, πρώην πρόσφυγας, πρώην χωριάτης, πρώην αξιωματικός, πρώην δάσκαλος, πρώην ληστής, πρώην αλήτης, πρώην ψεύτης, παραδίνει τα όπλα , που μπορεί να τα ξαναπάρει, ή και να τα έχει κρύψει – εξουδετερώνοντας αισθητικοιστορικά την συνολική ανθρώπινη ταπέινωση και οδύνη σε μια όχι αφηρημένη ατομική – ομαδική συνειδησιακή ιστορική προοπτική, παραμορφώνοντας και μυθοποιώντας εκ νέου, κολακέυοντας, δίνοντας όχι την συνολική διάσταση αλλά την ηθελημένα επιθυμητή, την αφηρημένη, την αισθητικά τεκμηριωμένη εικόνα του θαυματοποιού σπεσιαλίστα.

Έτσι μέσα από μια διαλεκτική εξάρτηση αποδοχής κάθε αιτιοκρατίας που αποκλείει την συγκεκριμένη συμμετοχή στην εξέγερση, του οικονομικού κοινωνικού πολιτικού και πνευματικού προσώπου του σκηνοθέτη και στα γεγονότα που θα μεταπλαστούν σε έργο, απομένει μια αισθητική ωραιοποιητική αδηφαγία μιας κινηματογραφικής κουλτούρας που παράγει “κουλτούρα” χωρίς να μπορεί να την ξεπεράσει.

“…Ένα μάτι που βλέπει όπως θέλει να βλέπει, οπωσδήποτε μονοδιάστατο,
που ψάχνει χωρίς ανάπαυλα να εξουδετερώσει την πολυδιάστατη ανθρώπινη εξέγερση και οδύνη,
αλλού με αρχετυπικό νεοφολκλορισμό
αλλού με ην καλά πληρωμένη και επεξεργασμένη αισθητική ραφινατέτσα…”

Ένα μάτι που βλέπει όπως θέλει να βλέπει, οπωσδήποτε μονοδιάστατο, που ψάχνει χωρίς ανάπαυλα να εξουδετερώσει την πολυδιάστατη ανθρώπινη εξέγερση και οδύνη, αλλού με αρχετυπικό νεοφολκλορισμό αλλού με ην καλά πληρωμένη και επεξεργασμένη αισθητική ραφινατέτσα.

Για να γίνουν τα παραπάνω πιο συγκεκριμένα σημειώνω:

Η αρχαιοτραγωδική ανέλιξη των ηρώων της ταινίας που ζούνε τον εμφύλιο πόλεμο (ανθρώπινες σχέσεις σε σύγκρουση – βιωμένη οδύνη) είναι αφηρημένη ύποπτη σχηματική.

“…το αποτέλεσμα ενός κόσμου που έχει βγει όχι από την φυλετική εξωτερίκευση – αλλοτρίωση,
δηλαδή ήρωας, βασιλιάς, θεός και το αντίθετό του
αλλά από το ξεπέρασμά του που είναι άνθρωπος, χριστός, θεός, σοσιαλισμός και το αντίθετό του,
δηλαδή πάλι εξωτερικευμένο – αλλοτριωμένο….”

Η αρχαία τραγωδία εκφράζει χωροχρονικά όχι μόνο ανθρώπινες σχέσεις σε σύγκρουση – βιωμένη οδύνη αλλά και μια γενικότερη αντίληψη – σύλληψη του τότε κόσμου μέσα στα όρια της φυλετικής ζωής και της ανθρώπινης ευαισθησίας που βγαίνει από τις σχέσεις ηγεμόνεψης των ελληνικών φυλών πάνω στους αυτόχθονες και στον περίγυρο. Ενώ οι άνθρωποι που ζήσανε τον εμφύλιο πόλεμο – ο σύγχρονος άνθρωπος – εκφράζει και τέτοιες καταβολές αλλά σε μια νέα αντίληψη  – σύλληψη του κόσμου που δεν είναι οπωσδήποτε παγανιστική – ειδωλολατρική – ηρωική. Είναι το αποτέλεσμα ενός κόσμου που έχει βγει όχι από την φυλετική εξωτερίκευση – αλλοτρίωση, δηλαδή ήρωας, βασιλιάς, θεός και το αντίθετό του αλλά από το ξεπέρασμά του που είναι άνθρωπος, χριστός, θεός, σοσιαλισμός και το αντίθετό του, δηλαδή πάλι εξωτερικευμένο – αλλοτριωμένο.

“…Στο ερώτημα γιατί ο εραστής της μάνας να είναι φασίστας, χαφιές και προδότης υπό εκτέλεση
– που μπορεί και να είναι – αλλά να είναι και το αντίθετο –
ΕΑΜοκομμουνιστής, πράκτορας, προδότης
– ενώ θα μπορούσε να είναι απλά εραστής εκτελεσμένος…”

Έτσι έχουμε μια νέου τύπου ρατσιστική εκδήλωση επιβολής. Στο ερώτημα γιατί ο εραστής της μάνας να είναι φασίστας, χαφιές και προδότης υπό εκτέλεση (που μπορεί και να είναι – αλλά να είναι και το αντίθετο – ΕΑΜοκομμουνιστής, πράκτορας, προδότης – ενώ θα μπορούσε να είναι απλά εραστής εκτελεσμένος) -. Για να ξεπλύνει τον οικογενειακό φυλετικό κώδικα τιμής; ή την εξαρτημένη εθνική τιμή ο υποστασιακά μυθοποιημένος βυζαντινο – αγιογιωργικός αντάρτης που θα τιμωρηθεί μεν κι αυτός με εκτέλεση και μετά θάνατο θα δικαιωθεί και θα εξαγιασθεί (“τώρα” στη ταινία του Αγγελόπουλου). Έτσι έχουμε όχι μια διάσταση του σύγχρονου ανθρώπου που ενεργεί, σφάλει, εξεγείρεται, υποφέρει, μεγαλώνει σαν συνείδηση, αλλά τον αγγελοπουλικό ήρωα – ιδέα που αποδίδει “δικαιοσύνη” όταν αυτός θέλει και όπου αυτός θέλει.

Δηλαδή, σήμερα μια νέα ευδιάκριτη κοσμοαντίληψη που δεν αναγνωρίζει ότι η ειδωλολατρεία είναι το ξεπέρασμα του κανιβαλισμού, ότι ο χριστιανισμός είναι το ξεπέρασμα του σκλαβισμού, ο σοσιαλισμός το ξεπέρασμα του φασισμού, αλλά ότι ολόκληρη αυτή η πραγματική αντιφατική οδυνηρή πόρευση ούτε πια πρέπει αν υποταχθεί ούτε πια να εξυγιανθεί, αλλά να εξουδετερωθεί βιολογικά από τους νεοφασίστες ευνούχους του θανάτου όχι με τους ξεπερασμένους χιτλερικού φούρνους αλλά με τον έλεγχο και την χρήση της υδρογονικής κάθαρσης που μας ετοιμάζουν, αποκοιμίζοντας “υλικά” και “πνευματικά” την εξέγερση και την αντιφατική παγίδα υποκειμενικού και βιολογικού θανάτου που το ξεπέρασμά του τώρα όσο ποτέ άλλοτε είναι η συνολική αναγνώριση του άλλου, το μεγάλωμα – όσες “θυσίες” κι αν χρειαστούν -της ανθρώπινης ενδόμυχης σχέσης.

Σταύρος Τορνές

1976

για τον Σταύρο Τορνέ: “Ποιος ήταν ο Σταύρος Τορνές; – ένα κείμενο του Louis Skorecki”


Θόδωρος Αγγελόπουλος: ταξίδι στην αιωνιότητα, στο φως

“Δεν έχω άλλο σπίτι από το ταξίδι”

“Το όριο, το τέλος ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, τα σύνορα ζωής και θανάτου.
Τα όρια ανάμεσα στον έρωτα, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην επικοινωνία.
Αυτή η έννοια του ορίου, του τέλους ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο,
μπαίνει σαν θέμα των συνόρων με την ευρύτερη έννοια,
όχι μόνο τη γεωγραφική αλλά και της ζωής και του θανάτου”

“Δεν έχω άλλο σπίτι από το ταξίδι”

“Εγώ δε μπορώ να δω τη ταινία, από τη ταινία κρατάω το ταξίδι, το ταξίδι με τη Καβαφική έννοια”

‎”Ενας θεατής αρκεί για να δικαιώσει μια ταινία. Η συνάντηση δύο βλεμμάτων. Τα υπόλοιπα είναι ιστορίες του ταμείου”

Η οικονομική κρίση

«Η κατάσταση είναι απαίσια, όλα αυτά για τα οποία πολεμήσαμε, δεν ήρθαν ποτέ, η Ευρώπη έγινε ένα όνειρο που γρήγορα κατέρρευσε και δεν βλέπω διέξοδο».

Η Ευρώπη – ένα όνειρο

«Η Ευρώπη ήταν ένα όνειρο που γκρεμίσθηκε πολύ γρήγορα. Δεν είμαστε μόνοι. Σε σοβαρή οικονομική δυσκολία, βρίσκονται και η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και ακόμη και εσείς στην Ιταλία, δεν είστε και τόσο καλά. Ίσως, τελικά, χρεοκόπησε η Ευρώπη»

“Στη δυτική φιλοσοφία δεχόμαστε ότι παρόν και παρελθόν είναι έννοιες ξεχωριστές. Για τους ασιάτες ο χρόνος είναι ενιαίος. Εγώ αισθάνομαι ότι χάνω την έννοια του τι είναι παρελθόν και τι είναι παρόν. Είμαστε ένα όλον, παρελθόν και παρόν. Η Ιστορία δεν είναι ιστορία που έγινε και την ξεχάσαμε, ξανάρχεται με άλλες μορφές. Όταν δεν τη διαβάζουμε σωστά δεν διαβάζουμε σωστά το παρόν. Μπορεί να μιλήσει κανείς γι’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα, χωρίς αυτό να έχει σχέση με ό,τι έγινε χθες ή πολλά χρόνια πριν; Όλα μαζεύονται και γίνονται μια ανάγνωση του σήμερα, που μας βοηθά να πάμε στην επόμενη στιγμή, που είναι το μέλλον”.

Η Ιστορία
“Μέσα στην ταινία υπάρχει η Ιστορία με κεφαλαίο και η ιστορία με μικρό, η ιστορία ενός έρωτα που τελικά μπορεί να είναι πιο δυνατή από τη μεγάλη ιστορία. Την εποχή της πολιτικοποίησης, όταν κοιτάζαμε ψηλά αισθανόμασταν πολιορκητές του ουρανού. Τότε δεν βλέπαμε πόσο η ατομική ιστορία του καθένα μπορεί να επηρεάσει τον κόσμο. Τότε νομίζαμε ότι ήμασταν υποκείμενα της ιστορίας. Τώρα δεν ξέρω αν είμαστε υποκείμενα ή αντικείμενα”.

Το “χειροποίητο σινεμά”
“Στην εποχή του ψηφιακού σινεμά επιμένω στο “χειροποίητο” σινεμά γιατί είναι πείσμα είναι και ανάγκη”.

Η “καταγωγική εικόνα”
“Στα Ζαγοροχώρια, την πρώτη στιγμή που ανακάλυψα το χώρο της αναπαράστασης ήταν μια μέρα βροχερή, όταν η υγρασία είχε μουσκέψει την πέτρα στα σπίτια, υπήρχε μια ελαφριά ομίχλη, οι γυναίκες χάνονταν στα ερείπια και από κάπου ακουγόταν μια γέρικη φωνή να τραγουδά το “Μια κοντούλα λεμονιά”. Δεν απομακρύνθηκα ποτέ από αυτή την εικόνα.

“Δεν έχω άλλο σπίτι από το ταξίδι”
Επί σαράντα χρόνια κάνω αυτό που ονειρεύομαι; να ταξιδεύω κι όταν φτάνω σε ένα λιμάνι να ξεκινάω για το επόμενο. Δεν έχω άλλο σπίτι από το ταξίδι. Όλα γεννιούνται πάνω στο ταξίδι. Η ιδανική θέση είναι πλάι σε κάποιον που οδηγεί, με ανοιχτό το παράθυρο και το τοπίο να φεύγει. Αν δεν μπορούσα να ταξιδεύω θα αισθανόμουν φυλακισμένος. Ανεξάρτητα από αν έχει ή όχι επιτυχία η ταινία, ούτως ή άλλως το ταξίδι είναι κερδισμένο”.

Landscape In the Mist - a film by Theo Angelopoulos


One Important Note:

In Comments section there is an extensive collection of articles and posts about life, work and death of Theo Angelopoulos.

If anybody of the copyright owners minds me publishing it here for the use of Angelopoulos΄ fans, please contact me and I΄ll delete it.


Dust of Time – The most poetic and personal film directed by Angelopoulos

“The Dust of Time”

3467

Dust of Time: the most poetic and personal film directed by Angelopoulos

Angelopoulos describes himself as an intermediary who turns pre-existing stories into reality.

Angelopoulos did not say much by way of introduction, but he responded well to the many questions put to him.
He talked about commercial cinema which targets a large audience and also about the kind of cinema that tries to find an audience and communicate with people of particular sensitivity.
He described his student years as
“a time of absolute innocence and a visionary relationship with the future which no longer exists.”
When discussing critics and criticism, he was unable to hide a tone of bitterness and anger:
“Filmmakers are not chosen by critics or the audience. They are chosen by time.”
He commented on his films, the chapters of a long story on human destiny, on the time that has already passed and that which is now transpiring as well as the current era.

“We are experiencing a time with a closed horizon. It is the most locked-up period I have experienced, it is a 100 percent foggy landscape. We are living in a world that has no idea where it is heading.”


dust_of_time_1Next project Angelopoulos said he was the intermediary for turning existing stories into reality.
For the first time, he revealed the provisional title of his next film, “Tomorrow,” but refused to say more about it. “An idea needs to sleep until it is born. If you shake it, it is destroyed.”
“The Dust of Time” is described as a story without borders, a review of the past century through a love that challenges time.

“I hope the film will be seen for what it is and not as something else,”

he said, ending the meeting, two days before the film’s Athens premiere and three days ahead of its screening at the Berlin Film Festival.

The scenario is about an American director of Greek ancestry who is making a film that tells his story and the story of his parents.
It is a tale that unfolds in Italy, Germany, Russia, Kazakhstan, Canada and the United States.
The main character is Eleni, who claims the absoluteness of love.
The film is also a long journey into the vast history and the events of the last fifty years that left their mark on the 20th century.
The characters in the film move as though in a dream with the dust of time confusing memories.

dust_of_time_2

Source Text: ANAMPAE-Kathimerini
Source Image: Christophe Penchenat

Through references to the Thebaid cycle, the three films that make up Theo Angelopoulos’ “Trilogy” follow the destiny of Hellenism as recorded in the relationship of two people, who first meet as children in 1919 during the flight of the Greeks from Odessa, only to lose each other and find each other again in different time periods in different parts of the world, living through the great historic events of the 20th century and the turn of the 21st.

The second film of the trilogy is entitled “THE DUST OF TIME” and takes place in the former Soviet Union, the Austrian-Hungarian borders, Italy and New York between 1953 and 1974, from the eve of Stalin’s death to Nixon’s resignation in the United States and the fall of the Greek junta.

The shootings of the film took place in Greece, Kazakhstan, Russia, Italy and Germany and finished in February 2008. It is a Greek-German-Italian-Russian co-production. Many international actors participate in the film such as: Willem Dafoe, Irene Jacob, Bruno Ganz and Michel Piccoli.

Source Text: CL productions


Η Σκόνη του Χρόνου: Τέο Αγγελόπουλος, ο μεγάλος δάσκαλος της σκηνοθεσίας “

Τρεις μεγάλες γερμανικές εφημερίδες δημοσιεύουν σήμερα στις επιφυλλίδες τους κριτικές για το καινούργιο φιλμ του Θόδωρου Αγγελόπουλου η ‘Σκόνη του Χρόνου’.

“Και τώρα σταθείτε μια στιγμή”, τιτλοφορεί την κριτική της η εφημερίδα Die Welt:

“Ο μεγάλος δάσκαλος της σκηνοθεσίας Τέο Αγγελόπουλος αφήνει τους σταρ να ‘αλλάζουν’ στη σκόνη του χρόνου.”

“Σήμερα που κινηματογραφική πραγματικότητα σημαίνει γρήγορες, αγχώδεις σκηνές τα μεγάλα, αργά πλάνα του Αγγελόπουλου φαντάζουν ενοχλητικά, ξένα  -και ας είμαστε ειλικρινείς-  πιο κουραστικά από ό,τι στη δεκαετία του ’70, όταν έγινε διάσημος ο Αγγελόπουλος με ταινίες, όπως ο ‘Θίασος’. Η αποξένωση αυτή ενισχύεται στην ταινία ‘η Σκόνη του Χρόνου’ κυρίως με τη συχνή χρήση της κάμερας που ακολουθεί φιγούρες με γυρισμένη την πλάτη.”


cnav03196x1“Η γη δακρύζει στην Πύλη του Βραδεμβούργου – εικόνες αποχαιρετισμού του 20ου αιώνα” είναι ο τίτλος της κριτικής της Süddeutsche Zeitung που αναλύει το στίγμα της σκηνοθετικής πορείας του Αγγελόπουλου για να καταλήξει:

“Η κινηματογραφική δημιουργία του Αγγελόπουλου άρχισε με ιστορικές τραγωδίες και ολοκληρώνεται σαν ένα άλμπουμ αναμνήσεων. Είναι άδικο που η ‘Σκόνη του Χρόνου’ παίζεται εκτός ανταγωνισμού”.

“Περίπατος αναμνήσεων” είναι τέλος ο τίτλος της κριτικής στην Frankfurter Allgemeine Zeitung:

“Η Σκόνη του Χρόνου είναι μια πολύ αργή ποιητική περιδιάβαση, φορές – φορές φαίνεται το στίγμα της κάπως ακαθόριστο, αλλά στις καλύτερές της στιγμές έχει σκηνοθετηθεί σαν ένας περίπατος αναμνήσεων”.

Επιμέλεια: Βιβή Παπαναγιώτου

Πηγή: Deutsche Welle


Dust in time: Filming Dreams

for info’s in Greek refer to The Uncut’s Store Weblog

Past and present intertwine as A., a film director in his fifties finds himself becoming a part of the film he is making, a chronicle of the tumultuous life and enduring love of his parents Spyros and Eleni. The historical events that marked their lives have their present day parallels. For Spyros and Eleni it was the Second World War which separated them after he immigrated to America in search of a better life as a musician and the Greek civil war that kept them apart when she ended up in the Soviet Union along with other political exiles. For A. it is the Vietnam War, which forces him to flee to Canada and the fall of the Berlin Wall, which signals the birth of a new era.

A. himself was conceived on the day of Stalin’s death in the brief moment his parents had together when Spyros went to Tashkent – illegally with another man’s name – in the hope of smuggling his beloved out of the Soviet Union. Caught by the police Spyros is arrested and Eleni sent to Siberia where she is reunited with Jacob, the German Jew she first met in Tashkent and a pivotal figure in both her life and Spyros. Throughout her ordeal in Siberia he never leaves her side even when it comes to choosing between joining the other Russian Jews heading for Israel in 1974 or following Eleni to New York where she goes in search of Spyros. For Jacob the choice was a bitter one since Spyros and Eleni are ultimately reunited. The new life that Spyros has made for himself and which Eleni discovers, cannot keep him apart from her and he follows her to Toronto where she has gone to be with her son. A. was only a little boy when his mother had managed to get him out of Siberia and sent him with Jacob’s sister to his father in the United States.

Years later, in Berlin where he now lives A. greets his parents who arrive from the States. It is their first stop on their way to Greece after deciding to return home. There is an emotional reunion with Jacob, who had since returned to Germany and comes to greet them. The three of them wonder in the streets of Berlin caught up in the New Year’s Eve festivities, and dance to the music. But their joy is marred by the news that A.’s troubled young daughter Eleni has disappeared. A. had been desperately and unsuccessfully searching for her. When the police finally locate her she is perched on the railing of a bridge at the intersection of two highways. It is the first time we see young Eleni and it is her grandmother, the other Eleni, who finally talks her into coming down off the railing as A., his estranged wife and the police stand helplessly by. But the toll on the old woman, who has already shown signs she is unwell, has been too great and she collapses. In A.’s apartment where they have taken her, Jacob comes to see her but finds her asleep. The final scene between the three is played out. With Eleni asleep in the next room Jacob and Spyros share one last drink like in the old days in New York. It is the final parting. An emotional embrace and Jacob leaves.

On the riverboat carrying him away in the rain Jacob goes up to the deck. Tormented by the memories of his recent voyage of memory to Poland to the camp where his parents died and letting go of the only woman he has ever loved. Slowly he lets his body slip into the empty space and disappear in the swirling waters of the river. Back in the apartment Eleni has risen and is setting the table, a place for each of her loved ones. She calls out to Jacob but he is not there. Finally she collapses with a look of peace on her face. By the time A. comes with a doctor it is too late. Spyros approaches his dead wife calling out her name and saying he has come to take her but it is with young Eleni that he walks hand in hand through the open balcony door, and out onto the avenue that stretches out before them, airy and fluid as a watercolor…

Source: Cinema Soleil

The first public performance
of the Dance Theme for Angelopoulos’ new film
“I skoni tou hronou” (The dust of time)