"We don't see things as they are, we see them as we are" Anais Nin

Posts tagged “Πύλη του Αδριανού

Αθήνα, χειροποίητη πόλη – Άγονες Διαδρομές

Άγονες Διαδρομές

Κυκλοφορούσα στο πηχτό αέρα

κι όπως όλοι οι κάτοικοι,

περίμενα το μυθικό Βορέα,

άρπαγα, άλλοτε των κοριτσιών της Αττικής, και σωτήρα, σήμερα, της πόλης.

Πιθανόν να μην αργούσε…

Αν πέρναμε στα σοβαρά τα μετεωρολογικά δελτία

θα φυσούσε σύντομα ορμητικός.

Θα έπαιρνε τα παλιόχαρτα στους δρόμους

και τα καπέλα θα έφευγαν από τη θέση τους

μαζί με τις κλούβιες σκέψεις

που ταλαιπωρούσαν καθημερινά τους διαβάτες.

Θα ήταν ένα πρωϊνό δίχως χνούδια,

μια μέρα από εκείνες

πλυμένες δέκα χέρια, που η Αττική αστράφτει ως πέρα.

Αναζήτησα και πάλι μια λύση

για την αναπνοή.

Πέρασα από τον Εθνικό Κήπο – ήταν πάντα στη θέση του.

Της Αθήνας της είναι δύσκολο να ξαποστάσεις εκεί που

της θυμίζουν απόμαχους, ανθρώπους κουρασμένους

που εξορίστηκαν στις πρασινάδες.

Τα παρτέρια με τα ντελικάτα φυτά,

τα λυγερόκορμα άλση,

είναι καλά για πολιτείες που ασθμαίνουν.

Η Αθήνα βαριανασαίνει κι αυτή.

Πιστεύει όμως πως αυτό οφείλεται

αποκλειστικά στη προσπάθειά της

στους μυώνες της

που κουβαλάνε τσιμέντα από το πρωί

ως το βράδυ.

Φιλοπρόοδη η πόλη

θέλει να κινηθεί προς τα εμπρός.

Δε νοιάζεται για το πως και πότε

και μέχρι να επιχειρήσει το μεγάλο άλμα

ξοδεύει οπουδήποτε την ενέργειά της.

Οι κάτοικοί της δεν εργάζονται πολύ

και δεν αναπαύονται αρκετά

η λύση του παράδοξου

βρίσκεται στην απουσία της άνεσης.

Πως, λοιπόν, να τους χαρίσει

λίγο χώρο και λίγο χρόνο

στην απερίσπαστη ανάπαυση;

Σε αυτή τη Σισσύφεια πόλη

δε θα παραδεχόταν κανείς

πως υπάρχουν κι άγονες διαδρομές.

Ο λόφος του Αρδηττού

σκούρος πράσινος αντίκρυ

στο κατάχλωμο άγαλμα του Βύρωνος.

Το μαρμάρινο σύμπλεγμα

υπενθυμίζει πόσο κοστίζουν οι περιπλανήσεις

σε ένα τόπο που δε σ’ αφήνει να τον δεις

από απόσταση

και σε τραβάει επίμονα κοντά του.

Ένας ποιητής

ήρθε και κόλλησε σε μια χώρα

που δεν την γνώριζε

και πέθανε όταν άρχισε να τη μαθαίνει.

Έχει το κεφάλι στραμμένο και τη κοιτάζει

κι εκείνη στοργικά από πάνω

κάνει τους ντόπιους να ζηλεύουν:

σκέφτονται αν θα’ χουν κι αυτοί

την ίδια μεταχείριση.

Πλησιάζω τους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Όσο κι αν φαίνεται ειρωνικό

η πόλη προβάλλει αυτά που απέχουν αιώνες

από τα τρέχοντα.

Κάποιες ασήκωτες μέρες

οι κάτοικοι βλέπουν τα αρχαία της ερείπια

να εγείρονται από την πασίγνωστη θέση τους

με μια ακτινοβολία ασυνήθιστη.

Το διαμελισμένο παρελθόν

γίνεται και πάλι ενεργό

μόνο γιατί ανήκει πάντα στη πόλη

όσο κι αν αυτή το παράβλεψε.

Οι στύλοι διασώζονται

και κάποια μέρα οι σχοινοβάτες κάτοικοι

θα προσέξουν πόσο σταθεροί είναι.

Γλύτωσαν από τις λαίλαπες του καιρού,

μπορεί να είναι επομένως τα φόβητρα

που διώχνουν τα σύννεφα

από τον Αττικό ουρανό.

Ή και να τους ανατέθηκε να δείξουν,

σαν φυσικά φαινόμενα πια,

τη στάση άμυνας κατά της μικρότητας.

Η Πύλη του Αδριανού προβάλλει

κι αυτή μια παρόμοια παθητική αντίσταση.

Είναι πάντα στο μέρος που ήτανε,

απόμακρη,

χωρίς να την τιμά ή να τιμά

κανέναν.

Ένα είδος τρύπας που δεν οδηγεί πουθενά.

Εισχωρώ στα σοκάκια της Πλάκας.

Διαπιστώνω πως η συνοικία στην οποία βρέθηκα

δεν είναι και τόσο θερμή με τους φιλοξενούμενους της.

Από το πολύ που τη κοιτάζουν

σκληρύνθηκε

και φανέρωσε τα ίχνη της κόπωσης

από την οποία υποφέρουν

οι μοναδικότητες.

Είναι ο πυρήνας μιας πόλης που άλλαξε

και κλείνει μέσα του όλα τα συστατικά της,

τα διατηρεί,

και πρέπει να τα παρουσιάσει σε κάθε επισκέπτη

με χαμόγελο.

Αυτό, βέβαια, είναι ένα εξοντωτικό καθήκον…

Θαμπά φανάρια στις γωνίες,

μια πόρτα σφραγιστή

απ’ όπου ξεχείλισε κάποτε

το Νέο Κύμα

και δίπλα τα σκαλοπάτια

από στεγούς.

Οι επισκέπτες ζητούν από τη συνοικία

να τους παραχωρήσει περισσότερο χώρο,

οι ταβερνιάρηδες τη πιέζουν,

οι δήμαρχοι ταλαντεύονται

και η πόλη έξω

αδημονεί να προχωρήσει

ακόμα πιο μέσα

και να σκαρφαλώσει, αν είναι δυνατόν,

ως πάνω, στην Ακρόπολη.

Από ψηλά το Ερέχθειο ανακοινώνει

πως τα βήματα οφείλουν να κόψουν ταχύτητα

αν πρόκειται να οδηγήσουν κάπου.

Πολλοί ανερχόμενοι

συμμορφώνονται με την εντολή

και είναι σχεδόν γελοίο να τους βλέπεις

να επιβραδύνουν τη κίνησή τους

και να παίρνουν τη στάση

της περίσκεψης.

Κι όμως,

μερικοί επηρεάζονται στ’ αλήθεια.

Ανηφορίζοντας προς τον Παρθενώνα

αισθάνομαι ότι ανέλαβα μια κίνηση

που δεν την ελέγχω αρκετά

– με ποια ιδιότητα προχωρώ;

Όλες οι πορείες ήταν εδώ

τελετουργικές,

ίσως αυτό να με εμποδίζει

να συνεχίσω

ή ίσως η θέα των Καρυάτιδων δίχως χέρια

για να λάβουν τα δέοντα.

Προτιμότερο να μείνω σε κάποια απόσταση

κοιτάζοντας το βράχο κάτω από τους ναούς

με το στέρνο του κόντρα στον ήλιο.

Ήταν, ίσως, ένα σώμα ανθιστάμενο

στον ήλιο και τις πληγές του

που στη κορυφή της προσπάθειάς του

είδε να προβάλλουν τα ανθρώπινα έργα

και τότε ηρέμησε κι έγινε

ένα γερό πέτρινο στήριγμα γι’ αυτά.

Όταν εκείνο σταμάτησε

άρχισε να μιλάει η Τέχνη,

τα δύο αυτά,

στήριγμα και δημιούργημα,

μου φαίνονται αξεχώριστα,

δύο όψεις

της ίδιας προσπάθειας.

Πάνω στην επιφάνειά του μια φράση αχνογραμμένη

πάει να εξηγήσει τι σημαίνει

σθένος.

Δε κατορθώνω ωστόσο να συλλάβω

αυτό που προηγήθηκε των έργων.

Τα στοιχεία της έντασης θα μείνουν άγνωστα

για πάντα

κρυμμένα πίσω από τη γαλήνη των μορφών.

Μπόρεσαν να κλείσουν την αγωνία

σε σχέσεις αρμονικές

ανάμεσα σε ύψη και πλάτη

και σε κανόνες για τη κατασκευή ναών

και ανέφελων μετώπων.

Άδικος κόπος να ρωτάω

για το πως υποχώρησαν τα πάθη,

το ξέρω καλά, ο καθένας το ξέρει

πόσο ανάγκη έχει μια τέχνη

που να μετασχηματίζει τα άμεσα

όταν αυτά των ωθούν

να κραυγάσει.

Τις κυματώσεις των συγκινήσεων

ανέλαβαν ο αρχιτέκτονας και ο γλύπτης,

ως εκεί, απ’ όπου θα έβλεπαν το όριο τους

και θα τρόμαζαν με την ίδια τους την απαίτησή.

Παρ’ όλα αυτά, η θέρμη από την αγωνία

παρέμεινε μέσα στη κρύα ψύχρα

του ορυκτού

– δε χάθηκε εντελώς.

Οι κολώνες του Παρθενώνα

δεν είναι πια από ύλη ανόργανη:

έχουν το χρώμα των οστών.

Από τη περίβλεπτη θέση τους

πάνω από τα σπίτια και τους δρόμους

όπου οι άνθρωποι υποφέρουν

από τα ανεξήγητα,

ανίσχυροι, βουβαμένοι

ή ξεφωνίζοντας, κάποιες στιγμές,

προς το άδειο στερέωμα

δηλώνουν προς κάθε ενδιαφερόμενο

πως η μάχη της ζωής με τα μάρμαρα

έληξε

– έγινε το μάρμαρο ίχνος ζωής.

Κερδίζω μια στιγμή νηνεμίας

που με κάνει ικανό να κατέβω στη πόλη

την ανεπίδεκτη αναπαύσεως.

Περπατώντας κοντά στους Αέρηδες

βρισκόμουν, σίγουρα, ακόμη

κάτω από την επιρροή τους

που με πήγαιναν και μ’ έφερναν.

Κτίσματα διαφορετικών πολιτισμών βρίσκονται τώρα

κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο

συντετριμμένα από τον κοινό τους εχθρό:

κατακάθισμα των έργων μέσα στο χρόνο

και συμφιλίωση κατακτημένων και κατακτητών.

Μέσα στο χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς

το οκτάγωνο ρολόι υψώνεται τώρα

πάνω από τις εποχές,

έγινε βαπτηστήριο τα παλαιοχριστιανικά χρόνια

ύστερα τεκές των δερβίσηδων

και τέλος

μνημείο όλων των προηγούμενων χρήσεων

και καμιάς τους.

Πιο πάνω, στα σύνορα με την Ελληνική Αγορά

ένα παλιό αρχοντικό οίκημα

δείχνει αμήχανο

που βρίσκεται σε αυτό το σημείο:

να’ χει δεξιά του συντρίμια

και αριστερά του,

το ίδιο.

Καθώς πλησίαζα την Αρχαία Αγορά

αναγκάστηκα να παραδεχθώ

πως δε θα μπορούσα ποτέ μου

να συνθέσω

κάτι από εκείνα τα θραύσματα.

Δύσκολο να εννοήσεις έναν χώρο

που ήταν στίβος και πλατεία μαζί,

όπου συναθροίζονται άνθρωποι

για να εξασκηθούν

συναντώντας τους άλλους.

Μια γυμναστική,

που την είχα αρχίσει κάποτε,

και την έκοψα πρόωρα.

Σε ένα πήλινο θραύσμα που φυλάγεται στο μουσείο

διαβάζω ονόματα εξοστρακισθέντων:

Θεμιστοκλής, Αριστείδης.

Είχαν κατορθώσει, για ένα διάστημα,

να πείσουν τους συμπολίτες τους

για την αξία των πράξεών τους

κι ολόκληρη η πόλη μιλούσε γι’ αυτούς.

Αλλά ο Νόμος όριζε πως

όποιοι βρίσκονται στα στόματα όλων

θα έπρεπε να πληρώσουν προκαταβολικά

το τίμημα της φήμης,

– με την επιτυχία τους

είχαν καταφέρει να θεωρούνται ύποπτοι,

μακρόβιους θριάμβους

δε μπορούσε, λοιπόν, να περιμένει κανείς,

ούτε οι άψογοι ρήτορες

ούτε οι νικητές στρατηγοί.

Υπήρξαν, όμως, και μερικοί

που ανταπάντησαν στους κατηγόρους,

με δευτερολογίες μέχρι θανάτου.

Δε θα έπινε το κώνειο ο Σωκράτης

χωρίς να απευθυνθεί στους επικριτές του άλλη μία φορά

με ένα ύστατο επιχείρημα:

λόγια πως δεν μπορούσαν να δεχθούν

πως η διάρκεια ζωής τους είναι ίση

με αυτή των ανθρώπων,

λόγια που δεν μπορούσαν να δεχθούν

πως δε θα είχαν έναν αντίλαλο

πέρα από τους τάφους και τα δικαστήρια.

“Τα δεινά είναι βουβά”,

είχε προειδοποιήσει από παλιά, ο Ισίοδος.

Από το φόβο τους

ανέδειξαν τη φωνή τους σε πράξη

και τη λάτρεψαν.

Ό,τι νέο γεννήθηκε εδώ

βγήκε στον κόσμο σαν το μωρό,

μες τις φωνές.

Ακούω τον στριγκό ήχο και σπεύδω έξω,

θέλω να προλάβω τον ερχομό του ερπετού

που καταπίνει χιλιόμετρα και μέρες

περνώντας σύριζα στα ασάλευτα μνημεία

προκαλώντας τα με την κίνησή του.

Κάποια αδυσώπητη έξωση

έδιωξε και σήμερα από τα σπίτια τους

πολλά άτυχα αντικείμενα

και τα άφησε στα ισόγεια και τα στουπωμένα πατάρια

της πλατείας Αβησσυνίας:

φωτιστικά για αναδρομές, σερβίτσια για μακρόσυρτα γεύματα,

ραδιόφωνα βραχνά από τα βαρυσήμαντα διαγγέλματα που ανακοίνωσαν.

Υπάρχουν τα άλλοτε των ανύπαρκτων πια

ή εκείνων που βρέθηκαν σε ανάγκη,

απευθύνουν έκκληση στους περαστικούς.

Πότε – πότε, κάποιος, σα να άκουσε το αίτημα τους καθαρά

θέλει, ένα από αυτά, να το υιοθετήσει αμέσως.

Σύσσωμο, τότε, το ορφανοτροφείο

των μεταχειρισμένων

αναθαρρεί.

Μέσα από τα καρεκλοπόδαρα κάνει νεύματα

ένας φίνος τοξότης από αλάβαστρο.

Αν τον ξεχωρίζουν και τον σώσουν

πάει να πει

πως υπάρχει ακόμα ελπίδα,

αφού η εκλεκτικοί δίνουν τη μάχη τους

με τη γενική μυωπία.

Βλέπω κάμποσους περαστικούς να παρακολουθούν κάποιο θέαμα:

οι περίεργοι, μαζεύονται και σκορπίζουν,

επιδοκιμάζοντας σιωπηρά τη φτωχή φαντασμαγορία

που τους τόνωσε το ηθικό:

άμα λείπουν τα πλούτη, μένουν

οι εκκεντρικότητες των αδέκαρων

– γεμάτη απ’ αυτές η περιοχή,

για τούτο και τραβά τόσο κόσμο κοντά της,

ανθρώπους κουρασμένους, σκυφτούς

που όμως ξέρουν πως όπου να’ ναι,

χωρίς αναγγελίες,

θα ανοίξει ένας μικρός χώρος μες το πλήθος

και θα πειστούν πως είναι δυνατοί

οι αυτοσχεδιασμοί

κι απ’ το απύθμενο τίποτα.

Έχω στα νώτα μου την είσοδο του Κεραμικού,

πρώτα βήματα στο χώρο του νεκροταφείου,

οι σφυγμοί της πόλης μειώνονται

μέσα μου,

προχωρώ πιο ελαφρά, λιγότερο εσκεμμένα.

Κάποιοι θέλησαν να μην χαθούν οριστικά

από το φως

κι άφησαν τα επιτήδεια ανάγλυφα

να ανακοινώνουν αυτή τους τη θέληση.

Οι ίδιες ακτίνες που έπεφταν πάνω σε εκείνο το πρόσωπο

όσο ζούσε κι αφότου έφυγε,

εξοστρακίζονται, τώρα,

στον επισκέπτη

και τον κάνουν συνένοχο σε μια ύστατη απόπειρα.

Όποιος κοιτάζει τις μορφές που παριστάνονται πάνω στους τάφους

θα μπορούσε να ξεγελάσει, μαζί τους, τους υποχθόνιους νόμους.

Γνώριζαν βέβαια οι πάντες πως

το σύνορο είναι αμετάθετο,

όμως αυτό ακριβώς έκανε πιο σφοδρή την επιθυμία τους

να μείνει για πάντα ανάμεσα στα ορατά

η τελευταία συνάντηση με τους οικείους

σαν εικόνα μιας γέφυρας,

ανάμεσα στους δύο κόσμους,

το βαθούλωμα στα μάτια της Κόρης και της Μητέρας που τη χαιρετά

τα χείλη της Ηγησούς, τα δάκτυλά της

είναι εγκοπές ελεγχόμενου βάθους.

Λίγο μόνον πιο έντονες να ήταν

θα έδειχναν τις μορφές δραματικά καθηλωμένες

στο γεγονός που τις έπνιξε.

Ήταν πολύ περήφανοι οι Έλληνες

για να γραπωθούν στην ελπίδα

και αρκετά συνετοί

για να μην την αποδιώξουν οριστικά.

Γι’ αυτό λάξεψαν το μάρμαρο μοναχά ως ένα σημείο.

Η προσμονή της μεγάλης συνάντησης

δεν υποχωρεί

– θα συμβεί άραγε αυτό;

Θα ανταμώσουν πάλι όσοι μείναν μισοί

αναζητώντας τα πρόσωπα

που δεν μπόρεσαν να κρατήσουν κοντά τους;

Δίπλα μου κάτι ψιθυρίζει ο Ηριδανός,

αρχαίο ποτάμι που έγινε ρυάκι

και κυλάει ακόμα ανάμεσα στα βρύα,

ύστερα από τόσες ξηρασίες,

και σποδούς.

Θα ήταν ιδανική η συγκυρία αν βγαίνοντας

αντίκριζα το μελίσσι των μικροπωλητών

να φράζει την έξοδο και να βουίζει ο τόπος.

Τέτοιες πολιορκίες βοηθούν τους εγκλωβισμένους

στις άκαρπες σκέψεις τους

να ανασυνταχτούν και να βγουν αξιόμαχοι πάλι

στο κόσμο.

Έκανα τη σκέψη, μου φάνηκε σχεδόν φυσικός ο συνειρμός,

να πάρω τη κατεύθυνση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου προς το Ηρώδειο,

το θέατρο που το’ κτισε το πένθος ενός άνδρα

για μια γυναίκα.

Με σταμάτησε όμως η εικόνα εκείνου του φίλου του

που καθώς λέγεται, έδωσε τέλος στη θλίψη του χήρου

με ένα εύστοχο αστείο.

Παρόμοια μεταχείριση επιφυλάσσει και η πόλη αυτή

στους αβυσσαλέους στοχασμούς,

καθώς η μέγγενη σφίγγει τους κροτάφους,

ένα γέλιο πειραχτικό επαναφέρει στα συγκαλά του

τον παθόντα

ή τουλάχιστον τον φέρνει αντιμέτωπο

με τον εγωισμό της δυστυχίας

“Δεν ωφελεί, του λέει, να ωθείς τη σκέψη ως το τέλος αν δεν είσαι ικανός να γυρίσεις ξανά στην αρχή.

Μοναδικό βάλσαμο η ιδέα του κύκλου,

αν δεν μπορείς να την εννοήσεις, τότε καλύτερα να διδάσκεσαι κοιτάζοντας τι κάνουν όλοι για να ξεχνιούνται.

Θα σε οικτίρουν για αυτό οι αριστοκράτες της βαρυθυμίας αλλά δεν πειράζει.

Ναι, είναι αλήθεια. Ακούγονται συχνά διαμαρτυρίες για τη τύρβη που καλύπτει τα πάντα,

γυρίζουν αστόχαστα εδώ κι εκεί οι άνθρωποι, παρά τις συμβουλές του Πασκάλ,

αποφεύγοντας να κοιτάξουν το βάραθρο που χάσκει μπροστά τους.

Συμβαίνει όμως, να μην υπάρχει άλλο φάρμακο για τα αδιέξοδα κλωθογυρίσματα του μυαλού

απ’ το σουλάτσο του πλήθους στους δρόμους.

Δεν είναι η λησμονιά του κοινού νου, είναι η μάθηση της εξομοίωσης.

Πολλοί από αυτούς τους αγνώστους, υπήρξαν ή είναι ομοιοπαθείς κι όμως κινούνται με φυσικότητα.

Δες τους, συγκροτούν τη μάζα που διαλύει τους θρόμβους των σκέψεων αυτών

που μόλις πριν ήταν έτοιμες να αρχίσουν μια συζήτηση περί αυτοκτονίας,

να ξεσπάσουν σε αναφιλητά ή να κραυγάσουν στο ταίρι τους το “αν δεν ήσουν εσύ

Η πόλη και οι άνθρωποι

μερικές φορές φαίνονται να έχουν παραιτηθεί

από οποιαδήποτε απόπειρα αναζωογόνησης ,

επηρεασμένοι από ό,τι ανέτειλε και έδυσε γύρω τους.

Ο ήλιος πάντως, πλαγιάζει και σήμερα πίσω από το λόφο της Πνύκας

κι απ’ όλους τους χρυσούς λόφους της ανθρωπότητας.

Ξαφνικά, καθώς με καλούσε να βουλιάξω μαζί του

ένιωσα την επίδραση μιας παράξενης άλωσης.

του Βασίλη Καραποστόλη